Μπαίνει ένα άλογο σ’ ένα μπαρ… Το ανέκδοτο της ζωής μας.
Γιαννης Κοροβεσης•Articles
… ή «Συναντιούνται ένας Έλληνας, ένας Αυστραλός κι ένας Πόντιος σ’ ένα μπαρ» ή «Ένας ραβίνος, ένας παπάς, ένας ταξιτζής κι ένας σκύλος μπαίνουν σε ένα μπαρ». Ατελείωτες παραλλαγές, αμέτρητα ανέκδοτα, τα περισσότερα από αυτά με έναν κοινό συντελεστή, το χώρο όπου διαδραματίζονται, το μπαρ. Το ανέκδοτο με θέμα το μπαρ αποτελούσε και αποτελεί κομμάτι της πιο χιουμοριστικής καθημερινότητάς μας, γεμίζοντας με έξυπνες ατάκες έναν χώρο τόσο απλό, ώστε η προσήλωση του ακροατή να βρίσκεται στην ουσία του ανέκδοτου, αλλά και τόσο οικείο. Από που όμως προήλθαν αυτά τα ανέκδοτα, γιατί είναι τόσο δημοφιλή, όσα χρόνια κι αν περάσουν, και τι ακριβώς βρίσκουν στους θαμώνες των μπαρ οι δημιουργοί τους;
Το ανέκδοτο στο μπαρ και η προέλευσή του
Οι απίθανες αυτές καταστάσεις που μπορούν να συμβούν -ή να φαντασιωθούν- σε ένα μπαρ και στη συνέχεια να περιγραφούν εν είδει ανέκδοτου λέγεται πως έχουν τις μακρινές τους ρίζες στους… Σουμέριους, αν έχετε τον θεό σας! Προφανώς τότε δεν υπήρχαν μπαρ, ο αρχαίος όμως αυτός πολιτισμός της Μεσοποταμίας τοποθετούσε στα… πανδοχεία -ή μπορντέλα- της εποχής τους, διάφορες απίθανες, πλην όμως διδακτικές, καταστάσεις της καθημερινότητάς τους, για να τις καταγράψει στη συνέχεια ως παροιμίες σε μεγάλες πλάκες, που προφανώς βρέθηκαν χιλιάδες χρόνια αργότερα.
Τα ανέκδοτα όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, στα μπαρ και με το φορμά που τα λέμε, εμφανίστηκαν και έγιναν της μόδας στις αρχές του 20ου αιώνα, στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Καταγράφηκαν σε βιβλία και περιοδικά με ανέκδοτα και μέχρι τα μέσα του είχαν γίνει δημοφιλή στο μεγαλύτερο μέρος του «πολιτισμένου» κόσμου.
Το μπαρ ανέκαθεν υπήρξε τόπος συγκέντρωσης, κοινωνικοποίησης, αφήγησης ιστοριών, χαβαλέ και άπειρου γέλιου. Σαφέστατα λοιπόν ταίριαξαν και στην Ελλάδα, σε μια χώρα που είχε και έχει στο DNA της την κοινωνική συνεύρεση, την παρέα και την ανταλλαγή ιστοριών πάνω από ένα ή περισσότερα ποτήρια ούζου, τσίπουρου και τσικουδιάς, αλλά και ουίσκι, τζιν με τόνικ και βέβαια κρασιού. Με αυτά ως δεδομένα, φράσεις ως «μπαίνει ένας τάδε μέσα σε ένα μπαρ» ακούγονται τόσο οικείες.
Γιατί όμως σε μπαρ;
Γιατί όχι σε ένα μανάβικο, σε ένα εστιατόριο, σε μια κάβα ή οπουδήποτε άλλου; Γιατί έγιναν τα μπαρ το ιδανικό σκηνικό αυτών των ανεκδότων; Μα, τί αντιπροσωπεύουν, μεταξύ άλλων, τα μπαρ; Μια κοινωνική «αρένα» όπου παρευρισκόμενοι, πελάτες και θαμώνες, χαλαρώνουν τις άμυνές τους, χαρίζοντας στον «σκηνοθέτη» την τέλεια σκηνή για τις πιο περίεργες συναντήσεις, τις πιο μεγάλες εκπλήξεις και ανατροπές, μια σκηνή που μπορεί να πραγματοποιηθεί το πιο τρελό σενάριο! Και ο ίδιος ο ακροατής του ανέκδοτου, με το που ακούσει την αρχή του «μπαίνει κάποιος μέσα σε ένα μπαρ… », μεταφέρεται αμέσως και νοερά σε ένα μέρος όπου μπορούν να συμβούν τα πάντα – το μπαρ ως σκηνικό οπτικοποιεί το απραγματοποίητο, συλλαβίζει το άφατο!
Το μπαρ όμως αποτελεί και το ιδανικό χωνευτήρι της κοινωνίας, αφού ανακατεύει γέρους, νέους, χοντρούς, αδύνατους, Έλληνες, Πόντιους, Αλβανούς, Εβραίους, τον Τοτό, ένα άλογο, έναν παπαγάλο, το οτιδήποτε μπορεί να πρωταγωνιστήσει στο μπαρ.
Το ανέκδοτο στο μπαρ και η δομή του
Τα ανέκδοτα στο μπαρ βασίζονται σε τρεις βασικούς πυλώνες: Ξεκινούν εισάγοντας τον βασικό χαρακτήρα, ορίζουν το πλαίσιο (μπαρ) και δίνουν τη βασική ατάκα, η οποία συνήθως επαναλαμβάνεται μέχρι να πέσει το τελικό λογοπαίγνιο/ανατροπή. Το χιούμορ στα ανέκδοτα στο μπαρ, όπως και στα περισσότερα ανέκδοτα, βασίζεται ως επί το πλείστον στα κοινωνικά στερεότυπα, τα οποία όμως σπανίως παρεξηγούνται, αφού οι προθέσεις τους είναι σχεδόν πάντα αγαθές. Επίσης, η ουσία συνήθως βρίσκεται στα λογοπαίγνια ή/και στον ξεκάθαρο παραλογισμό του σεναρίου, όλα στοιχεία που κάνουν το ίδιο το ανέκδοτο αξέχαστο και άχαστο!
Εκατοντάδες και τα παραδείγματα που ως σκηνικό χρησιμοποιήθηκε το μπαρ στη σύγχρονη ποπ, χιουμοριστική κουλτούρα. Από αστεία κωμικών ηθοποιών σε stand-up ή και στα κλασικά αμερικανικά Sitcom με το ηχογραφημένο γέλιο για να βεβαιωθούμε ότι θα γελάσει και ο τηλεθεατής. Το αμερικανικό ‘’Cheers’’, το θρυλικό Sitcom που περιέγραφε την καθημερινότητα στο ομώνυμο μπαρ όπου «όλοι ήξεραν το όνομά σου», ο θρύλος Rodney Dangerfield που αυτοσαρκαζόταν χρησιμοποιώντας αστεία στο μπαρ, αλλά κι ο Louis C.K., το ‘’Seinfeld’’ και ο Chris Rock που χρησιμοποίησε το εν λόγω σκηνικό για να κάνει οξεία κριτική γύρω από τις φυλετικές διακρίσεις.
Η σημασία και η χρησιμότητα όμως των αστείων στα μπαρ, βρίσκεται πολλές φορές και στο γεγονός ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν και από τον ίδιο τον εκ των πρωταγωνιστών του, τον μπάρμαν. Ποιος από εσάς που διαβάζετε ετούτες τις γραμμές και μπορεί να εργάζεστε στο μπαρ, δεν έχετε χρησιμοποιήσει κάποιο παρόμοιο ανέκδοτο για να διασκεδάσετε τους καλεσμένους σας στο μπαρ ή για να σπάσετε απλώς τον πάγο με κάποιον που μπορεί να έρχεται για πρώτη φορά; Ένα καλό ανέκδοτο -με μπαρ ή χωρίς μπαρ- μπορεί πάντα να ανεβάσει λίγο τη διάθεση, να ξεκινήσει μια κουβέντα μεταξύ δύο ή περισσότερων αγνώστων και να αποτελέσει τελικά ένα από τα κομμάτια της καθημερινότητας στα μπαρ που κάνουν τελικά την εμπειρία της επίσκεψης αξέχαστη.