Νιότη
Αχιλλεας Αναστασοπουλος•Αλκοολη
Κράτησε στο χέρι του, που ολοένα γέμιζε με τατουάζ, το ποτήρι με το πόρτο του 1994, το πιο γλυκό κομμάτι της ζωής του αυτή τη στιγμή. Δεν ήταν μωρό παιδί. Ήταν ολόκληρος άντρας πια. Με ζωή, με τις δουλειές του, όσο κι αν είχε διαλέξει ένα δύσκολο και ασταθή δρόμο, με τους φίλους του. Δεν έκρυψε πότε ότι τα θέματα της υγείας του τον είχαν επηρεάσει. Αλλά πήγε, ως όφειλε, στην ψυχίατρο και ήταν αυτή που του είχε πει ότι ήταν «μια χαρά». Συμφωνούσαν όλοι. «Το αντιμετωπίζεις με θαυμαστή ωριμότητα» του έλεγαν.
Η εικόνα όμως που είχε για τον εαυτό του είχε αλλάξει δια πάντως. Κι αν τον πρώτο καιρό, τα απτά θέματα που δημιουργούσε η ασθένεια στην καθημερινότητά του τον απορροφούσαν, λίγο καιρό αργότερα, τα πράγματα άλλαξαν. Στα μάτια του ήταν σαφές ότι μεγάλωνε απότομα.
Γερνούσε. Σκεφτόταν πόσα πράγματα δε θα μπορούσε να κάνει με την ιδία ευκολία ή δεξιότητα. Τα πιο πολλά ήταν απόλυτα φυσιολογικά, όχι μόνο γι αυτόν, αλλά για την πλειοψηφία των ανθρώπων της ηλικίας του. Είπαμε όμως, αυτός, παρότι ήξερε πως δεν ήταν έτσι, έβλεπε πως μόνο αυτός γερνούσε.
Δεν ήταν ότι του έλειπε κάτι από τη νιότη, ειδικά η αμυαλοσύνη της κάθε άλλο, αλλά θαύμαζε, άλλοτε κρυφά και άλλοτε φανερά, τη ζωντάνια της και συχνά την άγνοιά της. Πάνω από όλα όμως, τον πείραζε η συνειδητοποίηση ότι είχε χάσει κάτι πολύ πιο πολύτιμο από όλα αυτά: Τα χρόνια που περνούσαν, και έφτιαξαν τον χαρακτήρα του, τον είχαν οδηγήσει σε συγκεκριμένα μονοπάτια. Είχε από νωρίς εντοπίσει -αυτά που θεωρούσε ως- «τα λάθη του» και ως εκ τούτου όφειλε στον εαυτό του να μην τα επαναλάβει.
Ε, λοιπόν, ζήλευε ακριβώς αυτό, το μόνιμο, σχεδόν ατέλειωτα επαναλαμβανόμενο συγχωροχάρτι που διέθετε η νιότη, που έχει τη δυνατότητα να κάνει λάθη, ακόμα και να τα επαναλαμβάνει ξανά και ξανά. Πάντοτε με το άλλοθι “Παιδί είναι, θα μάθει”…
Έβαλε λίγο ακόμα να πιεί. Αύριο που θα ξημερώσει, θα σηκωθεί από το κρεβάτι με ξυπνητήρι. Θα πάει σε κάτι δουλείες, κάπου στις μεταφορικές εταιρείες, εκεί, πέρα από το ποτάμι. Θα επιστρέψει και θα κάτσει στον υπολογιστή. Θα γράψει. Θα γράψει μερικά κείμενα, από εκείνα τα φασόν, να φύγει από πάνω του η δουλειά. Κείμενα βαρετά, για ειδήσεις και νέα. Θα γράψει βαρετά, μέχρι να μη μπορεί να γράψει άλλο.
Θα γράψει και θα πιεί. Μέχρι να μην τη θυμάται, μέχρι να μη τη σκέφτεται, μέχρι να μην την αναφέρει καθόλου στους διαρκείς μονολόγους του. Τι είπε, τι έκανε αυτή, τι θα μπορούσε να έχει κάνει αυτός, πως θα έπρεπε να είχε απαντήσει. Γιατί του είπε το τάδε, γιατί απάντησε έτσι, τι σήμαινε εκείνο της το βλέμμα; Κι ύστερα, θα τελειώσει η μέρα, θα ξαπλώσει να κοιμηθεί και πάλι, με τα μάτια ανοιχτά και γουρλωμένα, να κοιτάζουν πόσο σκοτεινό είναι το σκοτάδι. Και θα παρακαλάει αυτή η νύχτα να τελειώσει.
Η συνέχεια στο επόμενο.