Στη Μόσχα αδελφές μου, στη Μόσχα! – μέρος 2ο
Γιαννης Κοροβεσης•Booze Travel
«Είναι 17 Ιουλίου του 1939. Πρέπει να κοιμηθώ καλά και να ξεκουραστώ γιατί την επόμενη μέρα φεύγω εσπευσμένα, ως μέλος του Κόκκινου Στρατού, για κάπου που δεν μας έχει ανακοινωθεί ακόμα. Φήμες λένε όμως πως θα διασχίσουμε δυτικά τη Ρωσία, θα περάσουμε τη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Λευκορωσίας και το Μινσκ και θα εισβάλουμε στην Πολωνία. Λέγεται ότι το ίδιο προγραμματίζει να κάνουν και οι Γερμανοί από την άλλη πλευρά. Πρέπει να κοιμηθώ αλλά στο μυαλό μου έρχεται το τραγούδι που έγραψε για μένα πέρυσι η κοπέλα μου, η Κατερίνα.
Ας θυμάται ένα φυσιολογικό κορίτσι,
Κι ας το ακούει πως τραγουδά,
Ας προστατεύει τη πατρίδα μας,
Όπως η Κατιούσα προστατεύει την αγάπη τους.
Αυτά έγραψε όταν χρειάστηκε να φύγω πέρυσι, αιφνιδιαστικά και τότε, για τη λίμνη Χασάν, εκεί κοντά στο Βλαδιβοστόκ. Τότε ήταν οι Ιάπωνες, σήμερα οι Πολωνοί και οι Γερμανοί. Για την Κατερίνα θα είναι πάντα το ίδιο. Και για μένα αυτό το άγχος που δε θα μ’ αφήνει να κοιμηθώ..»
Σχεδόν 75 χρόνια μετά, βρίσκομαι στον έβδομο όροφο του ξενοδοχείου Swissotel Krasnye Holmy με το ίδιο άγχος μη μπορώντας να κοιμηθώ. Θεωρώ σαν δεδομένο πως έχεις διαβάσει αυτό οπότε βλέπεις πως η εβδομάδα προβλέπεται συναρπαστική και φυσικά οι προσδοκίες για μένα από τους οικοδεσπότες μου είναι πολύ υψηλές.
3-4 ώρες αργότερα, παρέα με τον Σίμο, συναντούσαμε την χαριτωμένη Αλίνα, hostess του City Space bar και ξεναγό μας για εκείνη την ημέρα. Περπατήσαμε από το ξενοδοχείο ως τα αξιοθέατα πέριξ της Κόκκινης Πλατείας. Πρώτα είδαμε τον εντυπωσιακό καθεδρικό ναό του Αγίου Βασιλείου. Αυτός κατασκευάστηκε στα μέσα του 16ου αιώνα με εντολή του Ιβάν του Τρομερού. Λέγεται μάλιστα πως ο Τσάρος τύφλωσε τον αρχιτέκτονα αγνώστων στοιχείων μόλις τελείωσε την κατασκευή αυτή ώστε να μην καταφέρει να φτιάξει κάτι αντίστοιχο!
Η περιήγηση μας στα αξιοθέατα της ρωσικής πλατείας συνεχίστηκε με το Μαυσωλείο του Λένιν. Εκεί, υπό συνεχή παρακολούθηση και αυστηρά μέτρα ασφαλείας, είδαμε το βαλσαμωμένο σώμα του μεγάλου ρώσου ηγέτη που ενορχήστρωσε την Οκτωβριανή Επανάσταση. Η έκθεση της σωρού του λέγεται πως ήταν κάτι που ο ίδιος δεν το ήθελε και πως το διέταξε ο Στάλιν. Εκείνος ήθελε να θαφτεί φυσιολογικά όπως και η πλειοψηφία του κόσμου σήμερα που καλέστηκε να συμμετάσχει σε δημοψήφισμα μέσω διαδικτύου για αυτόν τον λόγο. Το 70% ψήφισε υπέρ της ταφής της σωρού!
Τελειώσαμε την ξενάγηση με την περιήγηση μας στο GUM, το τεράστιο νεοκλασικό που κατασκευάστηκε στις αρχές του 1800 και χρησίμευσε σαν εμπορικό κέντρο των Μοσχοβιτών. Αυτό, από κρατικό πέρασε στα χέρια ιδιωτών με το τέλος της σοβιετικής εποχής και πλέον έχει μετατραπεί σε ένα μεταμοντέρνο εμπορικό κέντρο με αρκετά καταστήματα διατηρώντας όμως την αίγλη και τον χαρακτήρα των περασμένων χρόνων. Εκεί μπορείς να φας γευστικότατο ρωσικό παραδοσιακό φαγητό αλλά και να αγοράσεις ρούχα και σουβενίρ, σε αρκετά τσιμπημένες τιμές είναι η αλήθεια.
———————————————————————————————————–
Πίσω στο ξενοδοχείο όμως, η ώρα είχε φθάσει για την πρώτη βάρδια μου πίσω από τη μπάρα του City Space Bar. 6 συνταγές δικές μου, καθρέφτης της ελληνικής γευστικής παλέτας, θα λανσάρονταν σαν κοκτέιλ εβδομάδας στους πελάτες του μπαρ. Κοκτέιλ που δημιουργήθηκαν αποκλειστικά για αυτές τις βραδιές και περιελάμβαναν το βοτανικό Provincia Romana, το αρωματικό Graceland και το πολυεπίπεδο Pink Martini μεταξύ άλλων. Η προετοιμασία μεγάλη: στύψιμο χυμών, ετοιμασία ελαιοζάχαρων, γαρνιτούρες, αρωματισμός αποσταγμάτων, δημιουργία μειγμάτων.
Η πρώτη νύκτα έφυγε σερβίροντας μερικές ντουζίνες κοκτέιλ στους θαμπωμένους από την θέα πελάτες. Συνοδοιπόροι μου εκτός από τον Σίμο Ταγαρά ήταν και οι Maxim Khamnaev, Evgeniy Tolmachov και Artem Makarov, άρτια συντονισμένοι όλοι και αρκετά προσαρμοστικοί στα νέα δεδομένα του μπαρ με τη δικιά μου παρουσία να τους ξεβολεύει.
Μετά το δείπνο είχε έρθει η ώρα για το απαραίτητο bar hopping. Το Maxim bar ήταν το πρώτο που επισκεφτήκαμε. Άλλο ένα μπαρ σε όροφο – το συγκεκριμένο και «ταρατσάτο» – με εξαιρετική αποικιακή διακόσμηση με μεγάλους καναπέδες, ψεύτικους φοίνικες(!) και ανεμιστήρες οροφής. Μας υποδέχτηκε πολύ ζεστά όλο το προσωπικό του μπαρ και ήπιαμε κοκτέιλ υπό τον Μοσχοβίτικο ουρανό.
Η επόμενη μας στάση, που αποδείχθηκε και η τελευταία για εκείνο το βράδυ, ήταν το Noor bar. Επισήμως το αγαπημένο μου μπαρ στη Μόσχα συντηρούσε έναν παριζιάνικο αέρα που απλωνόταν ολούθε και σε μετέφερε νοητά από την πρώτη στιγμή σε μπαρ της γαλλικής πρωτεύουσας της δεκαετίας του 50. Μωσαϊκό στο πάτωμα, μαύρα τραπέζια με μαύρες καρέκλες στο κέντρο του χώρου, ένα τεράστιο πιάνο να δεσπόζει στο βάθος του μαγαζιού κάτω από έναν επιβλητικό και φωτιζόμενο καθρέφτη, άσπρο πλακάκι στη μπάρα, ανεμιστήρες οροφής για να δροσίζουν τους μπάρμαν κι ένα αγαλματίδιο του ινδουιστικού θεού της σοφίας Γκανέσα να μας χαιρετάει με τα τέσσερα του χέρια.
Ο ζεστή του ατμόσφαιρα – αυτό που χρειάζονται σχεδόν όλα τα ελληνικά μπαρ δηλαδή – μας έκανε να πιούμε αρκετές γύρες ποτά και κοκτέιλ και μας καθήλωσε στην κυριολεξία στα σκαμπό του μιλώντας με την παρέα μας σχεδόν για τα πάντα: για τη ρωσική σκηνή μπαρ, τους ρώσους επιχειρηματίες των μπαρ, για τη ρωσική κρατικοδίαιτη νομενκλατούρα, το ρωσικό και ιταλικό ποδόσφαιρο (είχαμε παρέα και πάλι τον Gianfranco), για το αν το Knickerbocker μπορείς να το πιεις σαν nightcap αλλά και για τους καλοκαιρινούς έρωτες και τα ελληνικά θέρετρα! Ήπιαμε, μιλήσαμε, γελάσαμε, φλερτάραμε, ακούσαμε μουσική. Όλα τα ‘χε τούτο το μπαρ. Και μείναμε εκεί μέχρι τις 5:00!
——————————————————————————————————————-
Λίγη χαλάρωση από την ένταση ήταν αυτό που χρειαζόμασταν οπότε λίγες ώρες μετά τα συγκλονιστικά ποτά του Noor βρεθήκαμε στο εξαιρετικό Spa του ξενοδοχείου όπου και απολαύσαμε το τζακούζι του, τη σάουνα αλλά και το προσφερόμενο μασάζ του. Να μην συζητήσουμε για το εξαιρετικό φαγητό όλων των εστιατορίων του ξενοδοχείου· εξαφανίσαμε όλα τα ψάρια.
Η νύκτα που θα ακολουθούσε ήταν προγραμματισμένη να περιέχει γερές δόσεις clubbing στα πιο μοδάτα στέκια των νεαρών μοσχοβιτών. Ξεκινήσαμε από το ολοκαίνουριο Chips bar, ένα κλαμπ ουσιαστικά, τοποθετημένο στα διάφορα επίπεδα ενός νεοκλασικού κτιρίου και διακοσμημένο με χλιδάτους καναπέδες, γκράντε πολυελαίους και μια ταράτσα σκέτη όαση με τα κοκτέιλ να ρέουν άφθονα.
Η έκπληξη όμως ήρθε με το επόμενο μαγαζί. Σε ένα τεράστιο κλαμπ ονόματι Gipsy στριμωχτήκαμε για να δούμε τις πιο ωραίες νεαρές γυναίκες της Μόσχας να χορεύουν στους ρυθμούς της techno, να χαλαρώνουν δίπλα στις τεχνητές λίμνες που υπήρχαν σκόρπιες μέσα στο χώρο του κλαμπ αλλά και να τρώνε σουβλάκι(!) ή μπέργκερ από τα δύο «φαγάδικα» που λειτουργούσαν και κρατούσαν τους ρώσους «στα ίσια τους» ώστε να πιουν κι άλλο. Περίπου 1000 άτομα χόρευαν κάτω από ένα ομοίωμα του Αγάλματος της Ελευθερίας ενώ αυτό φωτιζόταν με διάφορους προβολείς. Επειδή όμως είχα να πάω σε κλαμπ με δυνατή μουσική αρκετά χρόνια αλλά και επειδή η ώρα είχε πάει πλέον 5:30 και είχα αρχίσει τη γκρίνια μου, καλέσαμε ταξί και φύγαμε για το ξενοδοχείο.
Μόλις είχε ξημερώσει Σάββατο, 6 Ιουλίου.