Αυτός είναι δικός μου λογαριασμός, μωρό μου.
Guest•Guests
Nessun Dorma: κανείς να μην κοιμηθεί.
Ιστορίες από νύχτες που ξεκαθαρίζουν το ξημέρωμα.
της Ηλέκτρας Ελληνικιώτη
Αγαπάει το φως. Γιατί της ξυπνάει τη συστολή της. Στα σκοτάδια, λες και γίνεται άλλος άνθρωπος.
Κάθε νύχτα διαλέγει κι άλλο ποτό.
Κάθε νύχτα διαλέγει και διαφορετικό εραστή.
Εδώ και 7 μήνες ντύνει τις νύχτες της με βίντατζ φούστες, τακούνια, γιλέκα και κόκκινα κραγιόν.
Κι έπειτα γδύνει τις μέρες της απ’τη μοναξιά και το ξεραμένο αίμα απ’το κυνηγητό της ευτυχίας.
Η κρεβατοκάμαρά της τη θυμώνει.
Έχει χαλάσει το εξώφυλλο και πλημμυρίζει με φως το δωμάτιο απ’τις 7 το πρωί.
Με το κρεβάτι της ζει σε διάσταση κι αφού δεν μπορεί να εξορίσει εκείνο στον καναπέ, βρέθηκε εκείνη εξόριστη της επιλογής της.
Αν παρατηρείς λίγο τα πράγματα, μαθαίνεις γρήγορα και συνηθίζεις.
Ήξερε πια ότι κάθε αλκοόλη έχει διαφορετικό ξύπνημα, διαφορετικούς εφιάλτες και -κυρίως- διαφορετικά νυχτερινά εγκλήματα.
Και μπορούσε πλέον να προδιαγράψει τις καλαίσθητες λούμπεν καταστρόφες της.
ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ GIN
Με το τζιν, για παράδειγμα, κυλούσε σε μία άλλη εποχή. Συναντούσε το είδωλό της στα μεταλλικά αντικείμενα των μπαρ και για δύο στιγμές χαιρετιόταν με την Ώντρεϊ Χέπμπορν.
Με το τζιν, χαμογελούσε αργά, μιλούσε σκωπτικά και ήταν ιδιαιτέρως απαιτητική με τους φερέλπιδες επίδοξους εράστες της.
Δε χαριζόταν. Θα πουλούσε πολύ ακριβά το τομάρι της.
Ετοιμόλογη από κούνια, προκαλούσε η ίδια τον εαυτό της για δυνατότερες, γρηγόροτερες, φλεγματικότερες ατάκες στα όρια του τσιτάτου.
Οι άντρες είτε εντυπωσιάζονταν είτε επιχειρούσαν να τη δαμάσουν. Μπορούσε να συμβιβαστεί και με τα δύο. ΑΝ ηθελε.
Οι γυναίκες είτε την αντιπαθούσαν είτε την προκαλούσαν σα να στοιχημάτιζαν σε μία κάποια -όποια- σεξουαλική αποκάλυψη. Χάζευαν το στήθος της διερωτώμενες αν είναι αληθινό, το φθονούσαν για λίγο αλλά ως εκεί.
Την ήξερε πια τη διαδρομή και γνώριζε πως αν εκείνη το επιθυμούσε, όποιος κι αν ήταν απέναντί της, θα γινόταν το δικό της.
Πρώτα σταματούσαν στα μάτια της. Όχι γιατί ήταν κάτι το ιδιαίτερο, αλλά γιατί είχε γυμνάσει από μικρή το βλέμμα της. Μετά κατέβαιναν στο στήθος της. Ξεχνιόντουσαν για λίγο στις κλείδες της και στη στερνική εντομή της. Και κατέληγαν πάντα στα χείλια -όλοι και όλες με την ίδια σκέψη:
“θα τα δαγκώσω δυνατά να σπάσουν σαν κεράσια”.
Εκείνες τις νύχτες που μαγείρευε το τζιν της με αγγούρι, θυμόταν τη Μάρθα απ’το Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ του Εντ.Άλμπι.
Και ψιθύριζε “Τζωρτζ αγάπη μου, αν υπήρχες θα σε χώριζα” ή ανακοίνωνε θεατρικά “Γαμήστε την οικοδέσποινα”. Παντα με στυλ και με μια παλιακή εσάνς, σα να χλεύαζε τη μάνα της. Ή να φιλούσε με γλώσσα τη Ζαν Μορό.
Τις άλλες νύχτες που λέρωνε το τζιν της με κρεμ ντε βιολέτ, θυμόταν το Μιτς απ’τη Λυσσασμένη Γάτα του Ουίλλιαμς και τον αφόρητο πόθο των μωβ ματιών της Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Κι όταν εκείνες τις νύχτες τύχαινε κάποιος να τη ρωτήσει “μα πώς μπορείς να πηγαίνεις με κάποιον που δεν είσαι ερωτευμένη;” εκείνη απαντούσε, σαν άλλη Μάγκι, “αυτός είναι δικός μου λογαριασμός, μωρό μου”..
Ακριβώς.
Αυτός είναι δικός μου λογαριασμός, μωρό μου. Διαλέγω τα ομορφότερα καλσόν μου, φοράω χρόνια την ίδια κολώνια. Στα μπαρ που συχνάζω, οι μπαρτέντερ με ξέρουν με το μικρό μου.
Κι είναι δικός μου λογαριασμός, μωρό μου, να μην αντέχω το κρεβάτι μου. Να πετάω όπως-όπως, τα χαράματα, τα ακριβά μου πουκάμισα στο πάτωμα.
Να ψάχνω τα τσιμπιδάκια μου κάτω από ξένα σεντόνια.
Αυτός είναι δικός μου λογαριασμός.
Και πίστεψε με, φροντίζω ποτέ να μην καταλήγει ληξιπρόθεσμος.