Η κούρσα
Guest•Guests
Nessun Dorma: κανείς να μην κοιμηθεί.
Ιστορίες από νύχτες που ξεκαθαρίζουν το ξημέρωμα.
της Ηλέκτρας Ελληνικιώτη
Παλαιότερα, όταν ήταν νεότερος, οι συγγενείς και οι γνωστοί του ήξεραν τι να κάνουν μαζί του. Οι μεν τον συμβούλευαν να πάει εθελοντής στο στρατό, οι δε να δουλέψει σε τηλεγραφείο. Τώρα, που είχε πατήσει πια τα 30 και άρχισαν ως και οι κρόταφοί του να γκριζάρουν, τώρα πια που και εθελοντής πήγε, και ως τηλεγραφητής δούλεψε, και όλες οι προοπτικές στον κόσμο αυτόν έδειχναν να έχουν πια για εκείνον εξαντληθεί, αυτοί έπαψαν πλέον να τον συμβουλεύουν, απλώς αναστέναζαν ή κουνούσαν τα κεφάλια τους.
Έντεκα χρονών ήταν όταν έχασε τη μάνα του. Δεν έκλαψε, δεν έχυσε ούτε δάκρυ. Δεν είπε κουβέντα. Έμεινε 3 μέρες άγρυπνος και κοίταζε το ταβάνι. Στην κηδεία της δεν πήγε. Έμεινε σπίτι. Αφού είχαν φύγει όλοι, κατέβηκε στο κελάρι του πατέρα του, έβγαλε το πώμα από ένα βαρέλι και μέθυσε. Μέθυσε πρώτη φορά, τότε στα έντεκά του, ανήμερα της κηδείας της μάνας του. Μεθυσμένος και σκοντάφτοντας, έτρεξε ως το στάβλο, καβάλησε ασέλωτα το άλογο του πατέρα του και βγήκε στο χωριό. Έφτασε στο νεκροταφείο κι άρχισε να τρέχει μέσα στους τάφους, διαλύοντας την πομπή της κηδείας της μάνας του. Το άλογο τρομαγμένο σηκώθηκε στα πισινά του πόδια, αυτός έχασε την ισορροπία του κι έπεσε με το κεφάλι. Τότε ήταν που έχασε την όρασή του απ’το δεξί του μάτι.
Λίγες βδομάδες μετά που μπορούσε να σηκωθεί απ’το κρεβάτι, ο πατέρας του ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα του και του πρότεινε να πάνε μια βόλτα. Βγαίνοντας στην αυλή του σπιτιού, εκείνος κοντοστάθηκε κι έμεινε να κοιτάζει το φεγγάρι.
“Ασ’το τώρα αυτό, θα ξαναβγεί μέσα στο μήνα και τότε θα έχεις πάλι την ευκαιρία να το δεις” του είπε μαλακά ο πατέρας του και τον οδήγησε στο κελάρι. Έσυρε απαλά την πόρτα και τον έβαλε να κάτσει πάνω σε έναν πάγκο. Πήρε μια τσίγκινη κούπα και τη γέμισε με το ίδιο απόσταγμα που είχε μεθύσει ο γιος του πριν λίγες βδομάδες. Έπειτα έβγαλε από την τσέπη του ένα κομμάτι πανί και το βούτηξε μέσα στο καστάνοχρωμο αλκοολικό υγρό. Το κράτησε ψηλά, άναψε ένα σπίρτο και του έβαλε φωτιά. Τον κοίταξε έντονα και του είπε:
“Δε σβήνει αγόρι μου η φωτιά με τη φωτιά, αυτό να το θυμάσαι”.
Και πέταξε το φλεγόμενο πανί μέσα σ’έναν κουβά με νερό.
Όσο μεγάλωνε, δεν έμοιαζε να νοιάζεται και για πολλά. Λιγομίλητος, δεν έκανε ποτέ παρέες, καλόβολος. Μέχρι τα 16 στα χωράφια, μετά στρατός. Από το στρατό τον έδιωξαν, λόγω ψυχικών διαταραχών. Γύρισε στο χωριό και ο πατέρας του τον βόλεψε στο τηλεγραφείο. Προσπάθησε να του βρει και μια γυναίκα να τον παντρέψει αλλά εκείνος έλεγε σ’ όλες όχι.
Κι απ’το τηλεγραφείο τον διώξανε γιατί τρέμαν, λέει, τα χέρια του κι έκανε όλο λάθη. 4 χρόνια τώρα, δεν έχει πιάσει άλλη δουλειά. Όλη μέρα γυρίζει στα χωράφια και σιγοτραγουδάει. Τα βράδια χανόταν, δεν ήξερε κανείς πού πηγαίνει.
Μόνο κάθε Μάιο, δουλεύει ως σταβλίτης στο φεστιβάλ της πολιτείας, το Κεντάκι Ντέρμπι.
Κάποτε ο πατέρας του τού είπε:
“Σε παρακαλώ,μάθε επιτέλους κάτι. Τι θα κάνω μαζί σου; Τι σκέφτεσαι για τον εαυτό σου;”
Δεν του απάντησε αμέσως. Έπειτα από μια μεγάλη σιωπή, του είπε:
“Δε σκέφτομαι, πατέρα. Δε σκέφτομαι σχεδόν ποτέ. Δε σκέφτομαι εδώ και χρόνια.”
“Πες μου τι θέλεις, αγόρι μου; Δεν μπορεί να μην υπάρχει τίποτα που να σ’ αρέσει” τον ρώτησε ο πατέρας του.
“Τ’ άλογα μ’ αρέσουν” του αποκρίθηκε στεγνά κι έπειτα του γύρισε την πλάτη και βγήκε απ’την κουζίνα.
Κι έτσι ο πατέρας του σκέφτηκε να τον βολέψει στο Κεντάκι Ντέρμπι. Δεν ήταν τίποτα σημαντικό, ένας μήνας δουλειά όλο το χρόνο αλλά τουλάχιστον έδειχνε να του αρέσει. Όσο οι κάτοικοι του Κεντάκι ήταν απασχολημένοι με παρελάσεις και πυροτεχνήματα, αυτός ξημεροβραδιαζόταν στους στάβλους του ιπποδρόμου, παρέα με τα καθαρόαιμα Thoroughbred του πατέρα του. Όσο εκείνοι μεθούσαν, καταναλώνοντας εκατοντάδες χιλιάδες ποτήρια δροσιστικού mint julep, εκείνος προτιμούσε να πίνει το μπέρμπον του σκέτο, ξαπλωμένος τις νύχτες στην ησυχία των στάβλων. Δε θα σταματούσε ποτέ να εκτιμά τα άλογα για το γεγονός πως κοιμούνται με τα μάτια ανοιχτά και όρθια. Ήταν πάντα παρόντα -ακόμα και στον ύπνο τους.
Χθες άκουσε κάποιον στο καφενείο να διαβάζει φωναχτά ένα άρθρο απ’ την εφημερίδα, με τίτλο “μαύρο φεγγάρι”. Έγραφε πως εκεινο το Φλεβάρη, δε θα έβλεπαν Πανσέληνο. Ο Φλεβάρης, λέει, που ‘ναι πιο μικρός από τους άλλους μήνες, δεν έχει πανσέληνο, λόγω των κύκλων της σελήνης. Κι αυτό είχε να συμβεί από το 1942 -19 χρόνια πριν.
“Και πού θα πάει αυτή η πανσέληνος, μπαμπά; Θα χαθεί;” ρώτησε ένα αγοράκι τον μπαμπά του.
“Όχι βρε χαζοβιόλη, στο Μάρτη θα μπει!” του απάντησε ο μπαμπάς του.
“Και του Μάρτη πού θα πάει;” επέμεινε ο μικρός.
“Εκεί θα μείνει, βρε! Θα ‘χει δύο ο Μάρτης! Θα είναι ένα μπλε φεγγάρι!” φώναξε γελώντας ο μπαμπάς και γέλασε όλο το καφενείο.
“Once in a blue moon…”
Αυτή ήταν μια έκφραση που είχαν στο χωριό και που τη χρησιμοποιούσαν όταν ήθελαν να πουν πως κάτι συμβαίνει πολύ σπάνια, ακριβώς λόγω αυτού του φαινομένου.
“Once in a blue moon” φώναξαν όλοι μαζί γελώντας και υψώνοντας τα ποτήρια τους.
“Φέρε μου ένα μπουκάλι μπέρμπον”.
Η φώνη του ακούστηκε ανάμεσα στα γέλια κι όλοι κοντοστάθηκαν. Δεν είχαν συνηθίσει να τον ακούν να μιλά. Ο σερβιτόρος του πήγε το μπουκάλι. Γέμισε μια το ποτήρι του και το κατέβασε μονορούφι. Έκανε το ίδιο και δεύτερη φορά.
“Τι λες, μικρέ -έτσι τον αποκαλούσαν όλοι από πάντα,ακόμα και τώρα που μεγάλωσε- δεν είναι και λίγο να δούμε δύο πανσέληνους!” του είπε ο σερβιτόρος.
“Όχι, δεν είναι λίγο. Ειναι πολύ. Και λάθος” απάντησε ξερά.
“Γιατί διάολε; Δυο γεμάτα φεγγάρια σ’ενα μήνα! Έχει την πλάκα του!” συνέχισε ο σερβιτόρος αστειευόμενος.
Πέταξε τα λεφτά για το ποτό στο τραπέζι και βγήκε απ’ το καφενείο.
“Έχει την πλάκα του”. Έχει την πλάκα του. “Όχι, δεν έχει την πλάκα του” σκεφτόταν καθώς περπατούσε πίνοντας απ’ την μπουκάλα. Γιατί αυτός θυμόταν. Θυμόταν πώς το Φλεβάρη του 1942, εκείνη τη νύχτα με το μαύρο φεγγάρι, τα άλογα λυσσούσαν στο στάβλο και πώς άκουσε φωνές από τη μεγάλη σάλα κι όταν κατέβηκε -έντεκα χρονών παιδί- ο πατέρας του τού ανακοίνωσε όσο πιο ήρεμα γινόταν πως η μάνα του είχε πεθάνει. Κι αυτός δεν είπε κουβέντα. Γύρισε στο κρεβάτι του, σκεπάστηκε με τα σεντόνια κι έμεινε όλη νύχτα να ακούει τα άλογα να χλιμιντρίζουν.
“Όχι, δεν έχει την πλάκα του” σκεφτόταν. Γιατί αυτός θυμόταν. Θυμόταν πώς βλέποντας εκείνη τη δεύτερη πανσέληνο το Μάρτιο του 1942 να βγαίνει στον ουρανό, πίστεψε βαθιά μέσα του ότι αυτή έφταιγε που έχασε τη μάνα του. Γιατί δε βγήκε στην ώρα της.
“Δε σβήνει αγόρι μου η φωτιά με τη φωτιά” έλεγε και ξανάλεγε μες στο μεθύσι του. ¨Όχι δε σβήνει” κατέληξε και πέταξε το άδειο μπουκάλι μέσα σε μια λακούβα με λασπωμένο νερό.
Εκείνη τη νύχτα του Φλεβάρη του 1961 με το “μπλε” φεγγάρι, άνοιξε το καλύτερο βαρέλι με μπέρμπον του πατέρα του, έριξε τα ρούχα του μέσα να μουλιάζουν, τα φόρεσε βρεγμένα, ήπιε μέχρι να μεθύσει, καβάλησε ένα thoroughbred και κατέβηκε στους καταρράκτες. Σταμάτησε μες στο σκοτάδι, άφησε το βλέμμα του να ψάξει για το πιο σκοτεινό σημείο του ορίζοντα κι όταν το βρήκε, σπιρούνισε το άλογο δυνατά. Αρχίσε να καλπάζει αντίθετα απ’τους καταρράκτες. Ξάφνου σταμάτησε, έστρεψε προς τη μεριά του φαραγγιού κι έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα του. Άναψε ένα σπίρτο και μ’αυτό το τσιγάρο. Έμεινε με το σπίρτο αναμμένο. Σηκώσε το ελεύθερο χέρι του σαν να σημάδευε έναν αόρατο στόχο στον ουρανό. Έκλεισε το δεξί του μάτι, όπως είχε μάθει στο στρατό και που πολύ τον είχε βολέψει μιας και δεν έβλεπε έτσι κι αλλιώς και χαμογέλασε στραβά.
“Έρχομαι, μάνα” ψιθύρισε, άφησε το σπίρτο να κυλήσει στα μουσκεμένα με μπέρμπον ρούχα του, σπιρούνισε το άλογο και άρχισε να καλπάζει γρήγορα προς τους καταρράκτες. Αυτόφωτος.