The Cotton Club
Θυμιος Βουλγαρης•Bittersweet
Η ονοματοδοσία ενός χώρου εστίασης είναι “tricky business”. Οι περισσότεροι φερέλπιδες ιδιοκτήτες συνήθως δεν δίνουν την απαραίτητη σημασία, θεωρώντας ότι το να «σπαταλήσουν» λίγο χρόνο, είτε με τον αγαπημένο τους εαυτό είτε, φευ, με την βοήθεια κάποιου «ειδικού» (sic), είναι χάσιμο χρόνου. Καταπιάνονται λοιπόν, με όλα τα υπόλοιπα -το πόσο πετυχημένα είναι αυτά τελικά, είναι ένα ξεχωριστό θέμα– και τις περισσότερες φορές, όταν έχουν φτάσει στο σημείο που ο λογιστής ή ο δικηγόρος, τους θυμίζει πως «πρέπει να δώσουμε ένα όνομα στο μαγαζί, μεταξύ άλλων ΚΑΙ για τα χαρτιά που θα καταθέσουμε» βγάζουν κάτι από την κοιλιά τους. Κάτι που τους άρεσε ηχητικά, όνομα αγαπημένου παιδικού ήρωα, φιγούρα κόμικ (αν δεν είναι ήδη πιασμένη), κάποιο «έξυπνο» κατ’ αυτούς, λογοπαίγνιο, άντε οι πιο ψαγμένοι κάτι με λογοτεχνική αναφορά –το αν έχει σχέση, βέβαια, με το αντικείμενο της επιχείρησης είναι συνήθως αδιάφορο. Η περίπτωση του The Cotton Club ήταν αυτή που με οδήγησε στον πιο πάνω συλλογισμό. Και, χωρίς να γνωρίζω την φυσική πορεία που ακολούθησε η απόφαση του Νίκου Παναγιωτακόπουλου και των συνεταίρων του, μέχρι την επιλογή, το συγκεκριμένο όνομα είναι, de facto, πετυχημένο.
Το βαρύ όνομα δημιουργεί συχνά και περισσότερες απαιτήσεις. Απαιτήσεις πάντως που εδώ, στη Ζωοδόχου Πηγής, δείχνουν να είναι σε καλό δρόμο στο να ικανοποιηθούν. Ο κλασικός σε επίπλωση, σκουρόχρωμος και με αρκετά καλούς φωτισμούς χώρος (θα μπουν σύντομα μερικές ακόμα πινελιές) βοηθά στο να ξεκινήσεις το νοερό ταξίδι, ενώ οι τζαζ και μπλουζ, με σουίνγκ και λίγο από ροκ μουσικές, βάζουν το επιπλέον σπρώξιμο στην αρχή της διαδρομής.
Δοκιμασία στο The Cotton Club
Το κομμάτι που βοηθά να δέσει η εμπειρία στο σύνολό της, λέγεται Παύλος Λούλης και είναι ο μπαρτέντερ του The Cotton Club και αρχιτέκτονας της λίστας κοκτέιλ. «Έμφαση στα κλασικά, τόσο στα γνωστά, όσο και σε κάποια ξεχασμένα, είναι η λογική της λίστας μας», μου είπε όταν με το που κάθισα μπροστά του στην βαριά, ξύλινη, καλογυαλισμένη μπάρα –από αυτή που εμείς οι άρρωστοι με τα ευαγή αυτά ιδρύματα θέλουμε να περνάμε το χέρι μας από την επιφάνειά της κάθε τόσο, σα να θέλουμε να σιγουρευτούμε πως είναι ακόμα εκεί, παρηγορητική και γνώριμη σαν παλιά φιλενάδα– πυροβόλησα την αυτονόητη πρώτη ερώτηση.
Το La Passione, ας πούμε, εμπνευσμένο από το τραγούδι της Σίρλει Μπάσεϊ, φτιαγμένο με γλυκό βερμούτ, πάσιον φρουτ, λάιμ, μέντα, σιρόπι κανέλας, καρδάμωμο, γαρύφαλλο και γλυκάνισο, είναι ενδιαφέρον ποτό, που παίζει γλυκόξινα στο στόμα με το στυφό του πάσιον φρουτ να λειτουργεί σα φρένο στην mainstream γλυκύτητα.
Το Mediterraneo, με Metaxa, μαστίχα Skinos, λάιμ και λίγο φρέσκο πορτοκάλι, λειτουργεί πολύ αποτελεσματικά σαν ένα μεσογειακό remix του κλασικού Side Car. Γλυκό, αρωματικό, ξινό και μια υποψία πικρού από τη φλοίδα του πορτοκαλιού σε ένα μικρό γευστικό rollercoaster.
Το φερώνυμο The Cotton Club, με τζιν, γλυκό και ξηρό βερμούτ, μπίτερς πορτοκαλιού και προσέκο, είναι η πικρή πρόταση των signatures, ελαφρώς ελαιώδες, πορτοκαλένιο, σαν ένα ελαφρώς αφρώδες amaro σε εκδοχή long drink.
Από τα «κλασικά» δοκίμασα ένα πετυχημένο Brown Derby, με μπέρμπον, γκρέιπφρουτ και μέλι, ένα κοκτέιλ που αποδεικνύει πως μπορούν δυο περιοχές της Γης, ο αμερικάνικος νότος και η Μεσόγειος να συναντηθούν σε ένα ποτήρι.
Σε καλό δρόμο λοιπόν, το The Cotton Club. Μόλις τελειώσουν τις αλλαγές στους καταλόγους, δουλεύοντας παράλληλα κάποιες ακόμα λεπτομέρειες, έχουν τα φόντα να φέρουν αυτό όνομα κοιτάζοντάς μας ευθεία στα μάτια.
Ζωοδόχου Πηγής 3, Αθήνα, τηλ.: 210 3810929