Tales from the script
Αχιλλεας Αναστασοπουλος•Αλκοολη
Και λέει του μπάρμαν, «Μπάρμαν, βάλε μου κάτι να πιω». Τον κοιτάει ο μπάρμαν και του απαντάει «Σαν τι, κύριε; Τι τραβάει η ψυχή σας;» Κομμένα τα εισαγωγικά γιατί θα πήξουμε. Βάλε κάτι βαρύ να πιω, και ύστερα βάλε κάτι ακόμα βαρύτερο. Ο μπάρμαν προσπαθεί στοιχειωδώς να κάνει τη δουλειά του, πασχίζει να συνεννοηθεί με τον εμφανώς φουρτουνιασμένο κύριο. Του λέει, να βάλω ένα ουισκάκι; Όχι, λέει ο αξύριστος κύριος, φτιάξε μου ένα Alberto Martini για αρχή… Μα που πάνε και τα βρίσκουν όλα αυτά; Ξέρουν τι θέλουν να πιούν ή κάνουν ότι ξέρουν;
Σήμερα, λέει ο άλλος, θα πιω μόνο τεκίλα. Κάπως το έχει φανταστεί για την πάρτη του ρε παιδάκι μου, ότι θα δείξει αυτού του είδους τη συνέπεια προς τους θεούς του αλκοόλ. Θα πιει κοκτέλια, αλλά με βάση την τεκίλα, και έπειτα θα κλείσει το βράδυ του με σκέτο μεσκάλ. Γιάννη, λέει, θέλω ένα Negroni Agaves –έτσι έχει ονομάσει αυτός το Νεγκρόνι που φτιάχνεται με τεκίλα αντί για τζιν. Ο μπάρμαν τον κοιτάει με τα μάτια μισόκλειστα και ύφος αρ-γιου-τόκιν-το-μι. Γι αυτόν είναι άλλος ένας εξυπνάκιας. Ο «ψαγμένος» πελάτης εξηγεί και ο μπάρμαν εκτελεί και καταριέται την ώρα που δεν σήκωσε το φρύδι να του πει «Με blanco ή με reposado;» Φίλτρο ή άφιλτρο; Γιατί δεν φοράς κράνος;
Θα μπορούσατε να με πληρώσετε σας παρακαλώ; Τι, το κρασί; Θα πάρω κι άλλα, περιμένω παρέα, είπε ο αντιπαθητικός κουστουμάτος ή κοστουμάτος αν προτιμάτε. Ξέρετε, του λέει ο μπάρμαν, η πολιτική του μαγαζιού είναι τέτοια επειδή δεν κάθεστε στη μπάρα. Περίμενε όντως δυο ακόμα παρόμοιους τύπους και συνέχισε τη μανούρα καθ’ όλη τη βραδιά, ακόμα και όταν κάθισε τελικά στη μπάρα. Να πληρώσω, δεν χρειάζεται κύριε, όχι μα αφού πριν και μετά τώρα αφού δεν. Και πετάει την γκολντ μαστερκαρντ στα μούτρα του μπάρμαν και με τη φαντασία του εκσπερματίζει. Να γαμήσει κι αυτός λιγάκι…
Όμως μου το γέμισες με παγάκια, τόσα παγάκια, δεν τα θέλω εγώ τόσα παγάκια. Δεν έχει προσωπικά με τα παγάκια το κορίτσι, πρέπει όμως να πείσει ότι το Τζακ το Ντάνιελς που παραγγέλνει το θέλει βαρύ κι ανέρωτο γιατί είναι γκομενάκι σκληρό και φίνο. Και πατάει ο μπάρμαν το 35 στο ενσωματωμένο στον οργανισμό του μίνι τζουκ-μποξ, εκείνο διαλέγει το δισκάκι, η βελόνα κατεβαίνει και το στόμα του αρχίζει να παίζει το «Ο περισσότερος πάγος, δυσκολότερα λιώνει» Το γνωστό αυτό λαϊκό τραγούδι εξηγεί, αυτό που οι περισσότεροι έπρεπε να θυμούνται από τη φυσική ή έστω από το παραμύθι με τους γιούς και τα κλαδάκια που όλα μαζί δεν σπάνε. Η κοπέλα δεν έδειξε να συγκινείται, μήτε να καταλαβαίνει. Με τόσο πάγο, χτυπάω τη μύτη μου όταν πάω να πιω, είπε.
Είναι δύσκολη η δουλειά του μπάρμαν, αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει.
Κάμποσοι την κάνουν κι όλας. Και την κάνουν καλά. Σαν να είναι η ερωμένη τους και η γυναίκα τους ταυτόχρονα. Από το πρωί ξυπνάνε και κοιμούνται με το κεφάλι τους γεμάτο CH3CH2OH. Παντού αλκοόλ, αλλά δεν είναι μεθυσμένοι. Σκέφτονται, πως θα το κάνουν καλύτερο, πως θα το κάνουν πιο νόστιμο, πως θα το κάνουν πιο όμορφο και πιο διασκεδαστικό. Για όλους αυτούς και αυτά που τραβάνε, περισσότερα την 1η Δεκεμβρίου, στην απονομή των Εναλλακτικών Βραβείων Μπαρ 2013…