Ταλέντο
Αχιλλεας Αναστασοπουλος•Αλκοολη
Η Αννούλα ήταν πολύ ντροπαλή με την κιθάρα για να δείξει το ταλέντο της. Με τα λίγα που καταλάβαινα, ήταν πολύ καλή, αλλά δεν της άρεσε ιδιαίτερα να παίζει μπροστά σε κόσμο. Πήγαινε παρόλα αυτά στο Ωδείο και φρόντισε να πάρει τα πτυχία της, πριν σταματήσει οριστικά την ενασχόλησή της με τη μουσική. Έκανε και φίλους από το Ωδείο. Φίλους, με τους οποίους ενίοτε μαζεύονταν σε κάποιο σπίτι και, οποία έκπληξις, έπαιζαν κιθάρα και έλεγαν και κανά τραγουδάκι. Παντελώς άσχετος με τη μουσική εγώ, πήγαινα καμιά φορά μαζί της, κυρίως επειδή ζήλευα και ήθελα να ελέγξω τον περίγυρο και να κατουρήσω τη γωνία μου.
Μια φορά, για να μη βαριέμαι πολύ, είπα και στον κολλητό μου τον Ορφέα να έρθει μαζί. Ο Ορφέας έπαιζε κι αυτός κιθάρα, αλλά χωρίς να πηγαίνει τότε σε κάποιο ωδείο. Λέω «τότε» γιατί τελικά πήγε στο ωδείο, πήρε το πτυχίο του, και μπορεί να του πήρε σχεδόν 20 χρόνια, αλλά τώρα παίρνει και το δίπλωμά του. Παίζαν λοιπόν οι φίλοι της Άννας, αλληλοχειροκροτιώντουσταν, χειροκροτούσα κι εγώ. Κάποια στιγμή έπαιξε και ο Ορφέας. Τότε το ένιωσα. Ακόμα και εγώ, ο άμουσος, μπορούσα να καταλάβω ότι οι ήχοι που έβγαιναν από αυτά τα δάχτυλα ήταν διαφορετικοί. Δεν θα επιχειρήσω να πω με ποιο τρόπο ήταν διαφορετικοί, γιατί θα πέσω σε ατοπήματα λόγω άγνοιας, αλλά αν θέλετε αρκεστείτε στο ότι το θυμάμαι ακόμα. Ήταν «μια άλλη» μουσική, πιο γεμάτη, ένας ήχος μελένιος, που γέμιζε το δωμάτιο.
Θυμήθηκα τον Ορφέα και την κιθάρα του, προχτές το βράδυ, στο διάλλειμα του θεατρικού έργου Φάουστ στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Στο παρελθόν είχα δει και άλλες παραστάσεις που είχε σκηνοθετήσει η Κατερίνα Ευαγγελάτου, είχα ακούσει και από άλλους διάφορα καλά λόγια. Κόρη του μεγάλου σκηνοθέτη Σπύρου Ευαγγελάτου, «μεγαλωμένη» στα παρασκήνια του Αμφι-θέατρου, θα ήταν εύκολο να πει κανείς πως ο δρόμος της προς τη σκηνοθεσία είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Αν δεις μια παράστασή της όμως, μόνο αν είσαι κάποιου είδους δίποδη έχιδνα θα μπορούσες να συνεχίσεις να έχεις την όποια τέτοια σκέψη –με μειωτική χροιά.
Θα αντισταθώ και δεν θα το παίξω κριτικός θεάτρου, γιατί δεν είμαι, και δεν θα επιχειρήσω να χρησιμοποιήσω πομπώδεις, θεατρικούς όρους. Κάθεσαι αποσβολωμένος και παρακολουθείς την παράσταση, με ένα κείμενο σχεδόν 200 ετών μα τόσο σύγχρονο, χωρίς ανάσα. Αγωνιείς, αγχώνεσαι, περιπλανιέσαι νοερά στη σκηνή, βλέπεις την κόλαση να ζωντανεύει μπρος στα μάτια σου –χωρίς κανένα εφέ, βεβαίως- και, κυρίως, σε καμία στιγμή το μυαλό σου δεν ησυχάζει. Πάει ροδάνι, από εδώ κι από ‘κει, πότε σε φιλοσοφικές αναζητήσεις, πότε σε θαυμασμό για τους ηθοποιούς, πότε για τα σκηνικά, πότε για τη μουσική. Πώς διάολο το σύνθεσε όλο αυτό;
Αδούλευτο ταλέντο
Διστάζω να μιλήσω για «ταλέντο». Είναι μια τόσο παρεξηγημένη έννοια στη χώρα μας… Είναι τόσες οι περιπτώσεις Ελλήνων ποδοσφαιριστών-ταλέντων, που θα γίνονταν «Μέσιδες», αλλά χάνονται στην απεραντοσύνη της κακοτυχίας, της βόλεψης, των συμφερόντων και πάει λέγοντας, που έχουμε φτάσει να θεωρούμε «ταλέντο» τον μελλοντικό αποτυχημένο. Είναι κάτι που μπορεί να ισχύσει, αν το ταλέντο μείνει αδούλευτο.
Ακόμα και πίσω από τη μπάρα, δεν έχεις παρά να ψάξεις λίγο βαθύτερα για να καταλάβεις γιατί το Bloody Mary αυτού του διαολεμένου με το μουστάκι είναι πάντα λίγο καλύτερο από το δικό σου. Πρέπει να ψάξεις πόσο έχει κοπιάσει, πόσο έχει δουλέψει, από πού ξεκίνησε, πόσο διάβασε, πόσο άυπνος έμεινε. Κι αν όλα αυτά δεν σου φτάνουν για να δικαιολογήσεις τη διαφορά, τότε, και μόνο τότε, μπορείς να ρίξεις την ευθύνη στο ταλέντο.
Το χάρισμα, μπορεί να υπάρχει, αλλά μόνο του δεν αρκεί. Δίπλα, θέλει και δουλειά, αφοσίωση, θυσίες. Όταν όλα τα συστατικά δέσουν καλά όμως, το αποτέλεσμα είναι τόσο, μα τόσο ξεχωριστό. Συχνά μαγικό.