Τα χέρια κάτω
Αχιλλεας Αναστασοπουλος•Αλκοολη
Πώς λέμε “τα χέρια ψηλά”, ακριβώς το αντίθετο. Αυτή είναι η διάθεση μου αυτή τη στιγμή. Δεν ξέρω πόσοι βρίσκονται σε παρόμοια φάση. Θα ήθελα να είμαι από τους χαρούμενους. Θα ήθελα να είμαι από τους ξέγνοιαστους. Αλλά δεν είμαι. Νιώθω έτσι ακριβώς, όπως λέει ο τίτλος, με τα χέρια κάτω. Κρεμασμένα. Ξεφούσκωτος από δυνάμεις, έτσι νιώθω. Τριγυρνάω στην Αθήνα, μιλάω με γνωστούς, ακούω και διαβάζω ειδήσεις και απόψεις, σχετικά με όσα συμβαίνουν στη χώρα μας, και με κυριεύει μια βαθιά απογοήτευση. Αβεβαιότητα για το μέλλον.
Είναι κι αυτός ο γαμημένος ο χειμώνας που μπορεί να φταίει, με το σκατόκρυό του. Διότι όπως και να το κάνουμε, άλλο πράγμα το καλοκαιράκι, δεν είναι; Με τον ήλιο, με τα ουζάκια, με τα ανοιχτά τα μπαρ. Ενώ τώρα, ψοφάω στο κρύο για να αράξω στο αγαπημένο μου καφέ (διεύθυνση με π.μ.), που, καθότι εστιασμένο στο προϊόν, είναι επί της ουσίας “ορθάδικο”. Για την ιστορία, είναι τόσο καλός ο καφές του, που σχεδόν έχω σταματήσει να πίνω αλλού, αφού δεν μου πάει η καρδιά. Και σαν παρέα δηλαδή, συνολικά, έχουμε γαμηθεί να παραγγέλνουμε πορτοκαλάδες και ανθρακούχα νερά…
Αντίθετα, δανείστηκα (μια δια παντός) έναν μύλο από τον Γιάννη -που ως γνωστόν έχει κόψει χρόνια τον καφέ, έκανα ένα γερό καθάρισμα και σέρβις στη Gaggia, πήρα tamper και ζυγαριά ακριβείας, και ξεκίνησα να μετράω τις δόσεις του φρεσκοκομμένου καφέ, προκειμένου να απολαμβάνω όσο το δυνατόν καλύτερο εσπρέσο και στο σπίτι, όλες τις ώρες, όλες τις μέρες. Μια μικρή δόση πολυτέλειας αναμφίβολα, που όμως γίνεται χωρίς καθόλου τύψεις ομολογώ, αφού είναι το ελάχιστο που μπορώ να προσφέρω στον εγωιστή εαυτό μου.
Έλεγα λοιπόν, για τα πολιτικά, ότι χαίρομαι για τους συνανθρώπους μου που περνάνε την… πολιτική τους νιότη και είναι αισιόδοξοι και χαρούμενοι. Μακάρι να είναι τα πράγματα όπως τα βλέπουν και τα σκέφτονται αυτοί, κοινωνικά και οικονομικά, και όχι όπως τα σκέφτομαι εγώ. Είναι η απόδειξη άλλωστε ότι υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις γύρω μας, τόσες, όσες και οι άνθρωποι. Με προβληματίζει βεβαίως το γεγονός ότι διαπιστώνω εκ διαμέτρου αντίθετες αντιλήψεις σε πολύ κοντινούς μου ανθρώπους -και προσοχή εδώ παρακαλώ, μιλάω για αντιλήψεις, όχι για απόψεις. Αντίληψη είναι ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνεις τα ερεθίσματα, ενώ η άποψη είναι ο τρόπος που τα ερμηνεύεις. Κατ’ επέκταση η άποψη ακολουθεί και βασίζεται στην αντίληψη.
Συνεπώς, αν εξαρχής αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά ένα ερέθισμα, είναι αρκετά δύσκολο να σχηματιστεί και η ίδια άποψη. Πράγμα φυσικά απόλυτα θεμιτό. Ή τουλάχιστον, θα έπρεπε να είναι απόλυτα θεμιτό. Εδώ βέβαια, διαπραγματευόμαστε ακόμα το να είναι μια διαφορετική άποψη δεκτή, έχουμε ακόμα δρόμο μέχρι να είναι και θεμιτή. Το κακό είναι ότι εισπράττω φανατισμό στην ατμόσφαιρα, που φαίνεται μάλιστα να τυφλώνει τις αντιδράσεις και να περιορίζει την κριτική σκέψη. Είναι ίσως ένας από τους βασικότερους λόγους που κρεμάνε τα χέρια μου. Όχι ο εντοπισμός της διαφωνίας, αλλά η ματαιότητα των βουλωμένων ώτων.
Έτσι, περνάω σε μια εποχή παραίτησης. Βέβαια, σε κανέναν δεν αρέσει να λέει, πόσω δε μάλλον να γράφει, ότι παραιτείται. Μπορώ λοιπόν να το περιγράψω κομψότερα. Ότι περνάω σε μια εποχή εσωστρέφειας. Που νιώθω ότι δεν μπορώ να κάνω και πολλά, πως ότι είναι να γίνει, θα γίνει. Με τους πολύ κοντινούς μου ανθρώπους μόνο, με τον καφέ μου, με το μικρό μπουκαλάκι παλαιωμένου South Of Heaven σε περίοπτη θέση, με διάφορες άλλες μικρές χαρές, με τα προβλήματά μου, και με τον κύριο εαυτούλη μου σε πρώτο πλάνο. Με την ευχή, να μην συμβαίνει το ίδιο και με τους άλλους.