Supertaster: Ένας στους τέσσερεις κατέχει τη σούπερ δύναμη!
Γιαννης Κοροβεσης•Articles
Οι περισσότεροι, είμαι σίγουρος, πως κάποια στιγμή στη ζωή τους, έχουν προσπαθήσει να φανταστούν πώς θα ήταν αν ήταν προικισμένοι με κάποια από τις υπερδυνάμεις που χαζεύουμε σε τηλεόραση και κινηματογράφο. Να μπορούσαν να αναπτύξουν, φερ’ειπείν, ταχύτητα ίση με αυτή του φωτός, να διέθεταν υπερφυσική δύναμη, ικανή να γκρεμίσει ένα ολόκληρο κτίριο με μια γροθιά, να γίνονταν αόρατοι κατά βούληση ή να μπορούσαν να πετάξουν ψηλά, πάνω από βουνά και λαγγάδια. Δυστυχώς -ή ευτυχώς- τίποτα από αυτά δεν έχει επιβεβαιωθεί εγγενώς σε άνθρωπο, όσο κι αν προσπαθεί να μας γοητεύσει η Marvel και η DC. Μια υπερδύναμη όμως, αυτή της σούπερ γεύσης, έχει επιβεβαιωθεί ερευνητικά και μάλιστα σε πληθυσμό τέτοιο που δεν αποτελεί καν σπανιότητα. Οι Supertaster δε βρίσκονται κλεισμένοι σε κάποια ερευνητική ακαδημία, παρόμοια με αυτή του καθηγητή Ξαβιέ, παρά ανάμεσά μας και μάλιστα λέγεται πως αποτελούν το ένα τέταρτο του γενικού πληθυσμού του κόσμου!
Ο όρος Supertaster -υπεργευσιγνώστης, θα το μεταφράζαμε ίσως στα ελληνικά- εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε έντυπο το 1991, σε ένα άρθρο της Linda May Bartoshuk στο καταξιωμένο περιοδικό Food Technology. Η Bartoshuk περιέγραψε πώς ένα τμήμα του πληθυσμού, ανταποκρίνεται με μεγαλύτερη ευαισθησία σε ορισμένες γεύσεις, ιδιαίτερα αυτή του πικρού. Αυτή η διαφορά στην ευαισθησία δεν είναι συμπεριφορική ή ψυχολογική, ούτε καν επίκτητη. Αποτελεί ξεκάθαρα ένα εγγενές χαρακτηριστικό, που σχετίζεται με την ανατομία και τη δομή της γλώσσας και για την ακρίβεια, με τον αυξημένο αριθμό μυκητειδών θηλών σε αυτή, τα μικρά εξογκώματα δηλαδή που περιέχουν… τους γευστικούς κάλυκες! Βγάζει νόημα τώρα;
Και η Bartoshuk όμως δεν είναι καμιά τυχαία. Έχοντας ως βάση τις σπουδές και την εργασιακή της εμπειρία ως ψυχολόγος, απέκτησε ερευνητική ειδίκευση στη γεύση και την όσφρηση και, πιο συγκεκριμένα, πώς οι όποιες γενετικές παραλλαγές σε κάθε άνθρωπο επηρεάζουν την αντίληψή μας σε αυτές, αλλά -προσέξτε εδώ- πώς αυτή η αντίληψη, επηρεάζει την ποιότητα ζωής μας, εν γένει! Πέρα από τον όρο Supertaster, η παγκοσμίως καταξιωμένη ερευνήτρια υπήρξε η πρώτη που ανακάλυψε ότι το Σύνδρομο Καυσαλγίας Στόματος (Burning Mouth Syndrome – BMS), κάτι που πολλές γυναίκες αντιμετωπίζουν μετά την εμμηνόπαυση, δεν έχει ψυχοσωματικά αίτια, παρά οφείλεται σε βλάβη στους γευστικούς κάλυκες της γλώσσας.
Πίσω στους Supertaster, οι οποίοι όπως είπα και όπως αποδεικνύει η έρευνα της Bartoshuk, αποτελούν το 25% περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού, κι αυτό λόγω γενετικής διαφοροποίησης, όταν ένα ακόμη 25% αποτελεί τους επονομαζόμενους non-taster, εκείνους δηλαδή που έχουν πολύ μικρότερη, ελάχιστη ευαισθησία στις γεύσεις. Ως μέτρο αναφοράς χρησιμοποιείται η ένωση 6-n-propylthiouracil (PROP), την οποία οι Supertaster αισθάνονται ως υπέρμετρα πικρή, οι non-taster δεν την αντιλαμβάνονται καθόλου, ενώ για το υπόλοιπο 50% του γενικού πληθυσμού παρουσιάζεται ως ήπια πικρή. Επιπροσθέτως, οι Supertaster παρουσιάζουν και μια αυξημένη ευαισθησία στο γλυκό, το αλμυρό και στο ουμάμι.
Εκτός όμως από το αμιγώς αισθητηριακό της υπόθεσης, η ευαισθησία τους στη γεύση, έχετε υπόψη, πως επηρεάζει και τη διατροφή τους, και ως απότοκο αυτής, την υγεία και την ποιότητα ζωής. Έχει αποδειχθεί μετά από έρευνα πως οι Supertaster, εμφανίζουν συχνά πολύποδες του παχέος εντέρου. Καθόλου τυχαία, αφού μια διατροφή φτωχή σε φυτικές ίνες προδιαθέτει στην ανάπτυξή τους και, όπως αντιλαμβάνεστε, καθώς τα περισσότερα λαχανικά είναι λίγο ή πολύ πικρά, οι περισσότεροι Supertaster, έστω και υποσυνείδητα, τα αποφεύγουν!
Επίσης, οι Supertaster, γύρω από τους γευστικούς κάλυκες, έχουν και περισσότερους αισθητήρες πόνου, γι’ αυτό στους περισσότερους, δεν αρέσουν τα καυτερά φαγητά, για παράδειγμα, ούτε τα πολύ καυτά σε θερμοκρασία, δεν τα αντέχουν. Και βέβαια, χρησιμοποιούν πολύ αλάτι! Όχι για να κάνουν πιο νόστιμο ένα φαγητό -αυτό είναι άλλη περίπτωση- αλλά γιατί το αλάτι εξουδετερώνει την πίκρα και υποσυνείδητα έχουν μάθει να το χρησιμοποιούν!
Κλείνοντας, οι Supertaster είναι η απόδειξη στον κανόνα που θέλει την ανθρώπινη ικανότητα στην οργανοληπτική αξιολόγηση (γεύση και άρωμα) να είναι επίκτητη. Όντως, μετά από δεκαετίες ερευνών, έχει αποδειχθεί πως υπάρχουν γενετικές διαφοροποιήσεις που μπορούν να δώσουν συγκριτικά πλεονεκτήματα σε γευσιγνώστες. Βέβαια, πολλοί Supertaster δεν καταναλώνουν καν ποτά, δεν τους αρέσουν, κυρίως λόγω αυτών των γεύσεων που σε αρκετά ποτά είναι έντονες. Άλλοι αποφεύγουν εκείνα που είναι πλούσια σε τανίνες ή κάποια κοκτέιλ που διαθέτουν υψηλή οξύτητα. Αντίστοιχα και στο κρασί, στα αναψυκτικά και στα τσάγια και βέβαια στο φαγητό! Βέβαια, σε αρκετές περιπτώσεις, το να είναι κάποιος Supertaster αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο για να γίνει και σπουδαίος γευσιγνώστης!