Spoiled
Θυμιος Βουλγαρης•Bittersweet
Δύο παιδικοί φίλοι, οι Γιώργος Καβακλής και Κωνσταντίνος Καρατζόγλου αποφάσισαν κάποια στιγμή να ανοίξουν ένα μαγαζί στη γειτονιά που μεγάλωσαν. Τόσο άκοπα ξεκινά η ιστορία του Spoiled, γιατί τόσο απλή και ρεαλιστική ήταν και η αρχή του.
Πόσες φορές και εμείς, μεταξύ μας, δεν πετάμε μισοαστειευόμενοι και κουρασμένοι από τις μετριότητες που συναντούμε, «Δεν ανοίγουμε ρε παιδιά ένα μαγαζί να πουλάμε καλό καφέ και ωραία ποτά;»; Πολλές, σίγουρα.
Ο Γιώργος με τον Κωνσταντίνο λοιπόν βρήκαν, τρεισήμιση περίπου χρόνια πριν, ένα μικρό χώρο, λίγα στενά πιο πάνω από την έξοδο του Μετρό στη Δάφνη και έκαναν τα σχέδιά τους πράξη.
Το όνομα εμπεριέχει την, αυτονόητη για τους ιδιοκτήτες, φροντίδα προς τον πελάτη. Γιατί, εδώ που τα λέμε, σε ένα συνοικιακό μαγαζί, όταν ένα μεγάλο μέρος –η πλειοψηφία στην αρχή– των πελατών σου δεν είναι άλλοι από τους κατοίκους της ευρύτερης γειτονιάς, αν δεν φροντίσεις τους δυνητικά επαναλαμβανόμενους πελάτες σου, έχεις τελειώσει. Και το Spoiled προφανώς το έχει κάνει αυτό κτήμα του, καθώς δείχνει ακμαιότατο.
Δεν είναι τυχαίο ότι, προ μηνών, όταν ένας μικρός χώρος ξενοικιάστηκε ακριβώς απέναντι, έσπευσαν να τον πάρουν αυτοί. Και εδώ θέλω να σταθώ στη λεπτομέρεια που ήρθε να «σφραγίσει τη συμφωνία», μεταφράζοντας από τα αγγλικά την αντίστοιχη έκφραση, της εκτίμησής μου για το Spoiled: δε μεγάλωσαν το μαγαζί τους γεμίζοντας το νεοαποκτηθέν χώρο με τραπεζοκαθίσματα και ταμπουρέ –τον έκαναν ένα όμορφο, καλοστημένο «θεατρικό» εργαστήριο, όπου κάνουν τις προετοιμασίες, τα σιρόπια, τα cordials, τα infusion τους. Και όλα αυτά τριγυρισμένοι από βιτρίνες.
Μόνο συγχαρητήρια για την σκέψη τους αυτή, που δείχνει διάθεση συνεχούς βελτίωσης της παρεχόμενης υπηρεσίας, παρά άπληστη, κοντόφθαλμη αναζήτηση επιπλέον τζίρου.
Getting you Spoiled
Το ταξίδι στις μικρές του αλκοολικές ιστορίες, στα Cocktails ‘n Thoughts όπως τα ονομάζουν οι ίδιοι, ξεκίνησε, με τη βοήθεια του ευγενέστατου Βάιου Μυλωνά στα σέικερ και της αποτελεσματικής Χρύσας Τσάμπου (κρατήστε τα ονόματα και των δύο, αλλά, ενστικτωδώς, θα τονίσω της Χρύσας για το άμεσο μέλλον) με το Danny Zuko.
Το όνομα του cocky χαρακτήρα του Τζον Τραβόλτα στο Grease δόθηκε στην ανάμειξη του Skinos, αρωματισμένου με πιπέρια, ενός cordial από ροδάκινο και grapefruit soda των 3Cents. Η φρουτένια του μύτη επιβεβαιώνεται στο στόμα με τη μαστίχα σε πρώτο πλάνο να συνοδεύεται ομαλότατα από το ώριμο ροδάκινο, δημιουργώντας ένα ευκολόπιοτο, τίμια αλκοολικό «αναψυκτικό».
Η συνέχεια είχε πάλι ένα πολύ καλοφτιαγμένο aperitivo, καθώς βρισκόμασταν ακόμα στην κατηγορία «Easy Thoughts», τα long drink της ομάδας δηλαδή.
Το Kind of Blue εμπνέεται από τον ένα και μοναδικό Prince of Darkness –τον Miles Davis. Skinos λικέρ μαστίχας, βερμούτ del Professore Bianco, βασιλικός, αποξηραμένο κίτρο και απογέμισμα με prosecco. Οριακά ξηρό, με μια αδιόρατη πικράδα, κατορθώνει να βγάζει αρωματικότητα πράσινης ξινόπικρης φλοίδας φρούτου την οποία μαλακώνει, χωρίς όμως να κατακτά, η μυρωδάτη μαστίχα.
Περνώντας στα “Funny Thoughts”, τα tiki style κοκτέιλ τους, ξεκινήσαμε, υποθέτω «προς τιμήν μου» με τον Δίδυμο, μια ανάμειξη από ρούμι με χυμό από φρούτα του πάθους, κρέμα καρύδας, λεμόνι, Angostura bitters, και ενός υπέροχου, σπιτικού σιροπιού Fassionola, μιας μαυλιστικής παρασκευής από μαύρα κεράσια, καστανή ζάχαρη, φρούτα του πάθους και φλοίδες πορτοκαλιού. Ένα πληθωρικό ποτό, το οποίο αφού το ανακατέψεις καλά, βγάζει αρκετά έντονη την καρύδα, αλλά και μια spicy–gingerάτη φρουτάδα.
Το στιβαρό του σώμα έχει μια έντονη, πικάντικη κιτρικότητα, την οποία καθιστούν αρκετά εξωτική τα μπαχαρικά. Ιδιαίτερο στις ισορροπίες του, αλλά είπαμε: έτσι είμαστε οι Δίδυμοι, δύσκολοι στο να μας «ζυγίσεις».
Τα “Bizarre Thoughts”, τα πιο «δύσκολα» δηλαδή κοκτέιλ τους, ξεκίνησαν με το Redemption, μια ανάμειξη Four Roses μπέρμπον, ανανά, σιροπιού από καλαμπόκι, μπράντι βερίκοκου, λεμονιού και μπίτερ από τόνκα. Ο ανανάς που έβγαινε στη μύτη ξεγελά σχετικά με το τι ακολουθούσε στο στόμα. Ή πάλι, ίσως να έδινε την απαραίτητη μικρή γλυκιά εξωτική εισαγωγή στο διακριτικά καλαμποκένιο στόμα. Μια γευστική απόχρωση που φανερώνει τη δουλειά των παιδιών, καθώς το δημητριακό συνοδεύει ντελικάτα το πρωτόγονο μπέρμπον, σα ντάμα σε grand ball στο Richmond της Virginia κάποιο ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα.
Το Desayuno de Cantinero, το «πρωινό του μπάρμαν» δηλαδή, είναι ένα κουβανέζικης έμπνευσης και προέλευσης κοκτέιλ, με Havana Club Anejo Reserva, εσπρέσο, λικέρ από φουντούκι, σιρόπι Fassionola, μπίτερ σοκολάτας και αφρό από εσπρέσο. Καλοφτιαγμένο, με τον καφέ, τη σοκολάτα και το μπισκότο να παίζουν ένα πολύ ισορροπημένο παιχνίδι, μεταξύ του προσεκτικά πικρού με το βουτυράτο γλυκό.
Η 500άρα Norton του ’39 μοτοσικλέτα του Τσε, η Poderosa, ήρθε με το μεσκάλ, το σιρόπι από μπύρα και θυμάρι, το λικέρ pimento, το pisco, τον ανανά, το λεμόνι και τα μπίτερ της, ορμητική και μυρωδάτη. Μύτη εσπεριδοειδών, με το κίτρο κυρίαρχο, ενώ το μεσκάλ έκανε την επίθεσή του στον ουρανίσκο με την καπνιστή του αλητεία, για να δώσει στη συνέχεια μια επίγευση μπαχαρικών, γαρύφαλλου και πιπεριών, με ένα τελειωτικό χάδι ανανά.
Το Boyne εμπνέεται από τα τραγούδια του Tom Waits, βγάζοντας μια πολυπλοκότητα και έναν υπόγειο υγρό ερωτισμό. Ιρλανδέζικο ουίσκι Jameson, Havana Essence of Cuba Honey, shrub από αχλάδι, αρμπαρόριζα και μια ελάχιστη δόση σόδας για να βοηθήσει να ανέβουν τα αρώματα του οξειδωμένου κρασιού, του ώριμου αχλαδιού και της αρμπαρόριζας και να προσπαθήσουν να κατευνάσουν τον αιώνιο ιρλανδέζικο ατίθασο χαρακτήρα και πόνο. Ένα πολυεπίπεδο, σοβαρό κοκτέιλ.
Όπως σχεδόν πάντα, έκλεισα την επίσκεψή μου με ένα Negroni. Η Χρύσα, συνοδεύοντας με Brokers τζιν και Mancino βερμούτ το Campari, μου επέτρεψε με το λιτό, στιβαρό και καλοφτιαγμένο ποτό της να φύγω από το απροσποίητο, αλλά τόσο φιλόξενο μπαρ της Δάφνης νοιώθοντας spoiled.
Και τα Σκαθάρια τραγουδούσαν στο κεφάλι μου:
“I don’t want to spoil the party so I’ll go
I would hate my disappointment to show
There’s nothing for me here so I will disappear
If she turns up while I’m gone please let me know
I’ve had a drink or two and I don’t care
There’s no fun in what I do if she’s not there…”