Purl – το ποτό που έπιναν οι Εγγλέζοι για πρωινό!
Γιαννης Κοροβεσης•Articles
Στους πολύβουους δρόμους του Λονδίνου του 17ου αιώνα, καθώς η πρωινή ομίχλη έσμιγε με τη μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού, αλλά και άλλων, λιγότερο θελκτικών αρωμάτων, οι εργάτες που περιδιάβαιναν τους δρόμους του αναζητώντας γιατρικό για τους κόπους της ημέρας τους, έβρισκαν παρηγοριά στο Purl, μια ιδιότυπη παρασκευή με βάση τη μπίρα, με βότανα και μπαχαρικά, ένα ποτό το οποίο αργότερα εξελίχθηκε μέσα στα χρόνια, για να ενσωματώσει και το τζιν στη συνταγή του.
Το αυθεντικό Purl
Το Λονδίνο του 17ου αιώνα δε θύμιζε σε τίποτα το σημερινό. Στην πόλη συνέρρεαν έμποροι με τροχήλατες άμαξες, τα άλογα των οποίων άφηναν τα περιττώματά τους ολούθε. Αυτά σε συνδυασμό με τις ανοικτές αποχετεύσεις και τις πολλές φτωχογειτονιές, όπως και τα συχνά ξεσπάσματα επιδημιών -με αποκορύφωμα τη μεγάλη πανώλη του Λονδίνου- δημιουργούσαν μια ζοφερή ατμόσφαιρα, δύσκολα και επικίνδυνα χρόνια για να επιβιώσει κάποιος, όσο πλούσιος κι αν ήταν.

Γιατρός την εποχή της πανούκλας
Εκείνα τα χρόνια, που η ιατρική βρισκόταν ακόμη σε εμβρυακό επίπεδο, όλοι αναζητούσαν γιατρικό έναντι των επιδημιών στα σπιτικά μαντζούνια, στα βότανα και στα γιατροσόφια. Στο Λονδίνο, ένα από αυτά τα γιατροσόφια, περιλάμβανε την αγριαψιθιά, ένα βότανο που το χρησιμοποιούσαν σε όλο τον κόσμο, σχεδόν ως πανάκεια στις περισσότερες ασθένειες. Στο Λονδίνο το εκχύλιζαν μέσα σε μπίρα, για την ακρίβεια, μέσα σε εγγλέζικο ζύθο τύπου bitter και έφτιαχναν το Purl! Μάλιστα σε εγχειρίδιο που τυπώθηκε εν έτει 1665, με τίτλο ‘’Directions for the prevention and cure of the plague – fitted for the poorer sort’’, αναφέρει ρητά το Purl ως φάρμακο για την πανούκλα: ‘’a draught or two of Purle… especially in the morning.’’
Ρώτησα τον Φώτη Αναστασίου, συντάκτη του Bitterbooze.com και beer expert, για τις εγγλέζικες bitter, τη βάση δηλαδή του Purl και μου είπε τα παρακάτω:
Οι English bitter
«English bitter σημαίνει 100% βρετανική πρώτη ύλη.
Με καταγωγή από την Αγγλία του 1600, οι English bitter έγιναν δημοφιλή αρχικά στη βιομηχανική πόλη Burton on Trent στο East Staffordshire της Αγγλίας, tην πόλη με τη μεγαλύτερη ίσως παράδοση στο Νησί (μετά το Λονδίνο) και σίγουρα μία από τις πρωτεύουσες του ζύθου παγκοσμίως κατά τη διάρκεια της μεγάλης ακμής της το 19ο αιώνα. Οι ζυθοποιοί της περιοχής χρησιμοποίησαν το τοπικό νερό, το οποίο είχε ασυνήθιστα υψηλή περιεκτικότητα σε θειικό ασβέστιο. Όταν συνδυάστηκε με κλασικές βρετανικές βύνες, όπως τις British pale malt και Maris Otter, το αποτέλεσμα έφερε την γέννηση του English bitter.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, αλλά και του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου, οι English bitter έγιναν αγαπητές επειδή απείχαν πολύ από τα dark και brown ales της εποχής. Γευστικά πιο ισσοροπημένες, με χαμηλότερο ABV, κέρδισαν τους καταναλωτές. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι English bitter έγιναν γνωστές ως υψηλής ποιότητας, premium προϊόντα.»
Πίσω στα του Purl, το οποίο καθώς τα χρόνια περνούσαν, μετατρεπόταν από ελιξίριο για την πανούκλα, σε μια καθημερινή συνήθεια της εργατικής τάξης του Λονδίνου. Οι εργάτες συνέρρεαν στα επονομαζόμενα Purl-house, την πρώιμη μορφή των παμπ ή των μετέπειτα ale-house, τα οποία λειτουργούσαν πρωινές ώρες και απευθύνονταν πρωτίστως σε αυτούς, σε χειρωνάκτες, λιμενεργάτες και πωλητές στις αγορές, οι οποίοι προμηθεύονταν από εκεί τα Purl τους. Για την ίδια χρήση υπήρχαν και τα Purl-boat, μικρά, πλωτά «καταστήματα» στον Τάμεση, που σέρβιραν Purl στους περαστικούς, όπως φερ’ ειπείν σερβίρουν σήμερα αντίστοιχες πλωτές βάρκες στην Κωνσταντινούπολη τα ψαροσάντουιτς. Το Purl ήταν ένα αρκετά πικρό ποτό, σίγουρα όχι για τους άμαθους και τους πιτσιρικάδες, παρά μόνο για τους πιο έμπειρους, τους μερακλήδες που ήθελαν να πάρουν δύναμη πριν την ημερήσια εργασία τους.
Το αποτύπωμα του Purl
Το Purl όμως δεν υπήρξε ένα ακόμη ποτό, παρά αποτέλεσε αναπόσπαστο συστατικό της καθημερινότητας της εργατικής τάξης, σφυρηλάτησε σχέσεις, έδωσε το παρόν στις πιο δύσκολες στιγμές της, αλλά συνόδευσε και τις μικρές της χαρές, την τροφοδότησε με δύναμη και κουράγιο και τελικά άφησε κοινωνικό και πολιτιστικό αποτύπωμα τόσο έντονο, αφού κατεγράφη μέχρι και από τον Σέξπιρ στις Εύθυμες Κυράδες του Ουίνδσορ (The Merry Wives of Windsor).
Στα μέσα όμως του 19ου αιώνα το αυθεντικό Purl άρχισε να χάνει σε δημοτικότητα. Και λογικό, οι προτιμήσεις αλλάζουν με τα χρόνια, έτσι και στην προκειμένη περίπτωση, η συνταγή του θα λέγαμε πως εξελίχθηκε, προκειμένου να καλύψει τις νέες γευστικές προτιμήσεις, τους πιο εκλεπτυσμένους ουρανίσκους της Βικτοριανής εποχής. Η αγριαψιθιά αντικαταστάθηκε με τζιν -συνήθως τύπου Old Tom-, ζάχαρη και «ζεστά» μπαχαρικά, όπως το τζίντζερ ή τα καρφάκια γαρύφαλλου, συστατικά τα οποία ομοίως προστίθεντο στον εγγλέζικο ζύθο.
Το Purl λόγω της προσθήκης του τζιν ήταν πλέον πιο δυνατό αλκοολικά, αλλά και πιο εύγευστο και δεν καταναλωνόταν ως φάρμακο, παρά το απολάμβαναν κυρίως ως θερμαντικό ποτό, τόσο στο σπίτι, όσο και στα εγγλέζικα tavern.
Παρά τις όποιες βελτιώσεις στη συνταγή του, το Purl κάποια στιγμή εξαφανίστηκε από την καθημερινότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο και μαζί με αυτό και κάθε συνήθεια ανάμειξης της μπίρας με οτιδήποτε άλλο. Η τέχνη της ζυθοποίησης ολοένα και εξελισσόταν και μαζί με αυτή και το τελικό προϊόν, ο ζύθος, ο οποίος γινόταν όλο και καλύτερος ποιοτικά. Τόσο οι porter και οι pale ale μπίρες, όσο και το ποιοτικό τζιν, κέρδιζαν στις προτιμήσεις των καταναλωτών, οι οποίοι με τόσα αυτόνομα ποιοτικά, αλκοολούχα προϊόντα δεν είχαν κανέναν λόγο να τα ανακατεύουν μεταξύ τους, μπερδεύοντας τις γεύσεις.
Επιπροσθέτως, φαίνεται πως και η Βιομηχανική Επανάσταση διαδραμάτισε τον ρόλο της. Η πρωινή κατανάλωση αλκοολούχων ποτών σιγά-σιγά εξέπεσε, αφού πλέον και αφενός άρχισαν να καθιερώνονται τα πιο συγκεκριμένα εργασιακά ωράρια, έναντι των παλαιότερων εξαντλητικών, αφετέρου ελάχιστοι μπορούσαν πλέον να πίνουν στα εργοστάσια.
Σήμερα, ακόμη και στους καλυμμένους με άσφαλτο πλέον δρόμους του Λονδίνου και των μεγάλων βρετανικών πόλεων, το Purl υπάρχει μόνο ως ένα ιστορικό παράδοξο, μια περίεργη συνήθεια από το παρελθόν, η οποία συνόδευε την εργασιακή καθημερινότητα σε καιρούς χαλεπούς, σε καιρούς που κανείς δε θέλει να θυμάται, ούτε καν ως νοσταλγική ανάμνηση και βέβαια όλοι προτιμούν να ξεκινήσουν τη μέρα τους με μια κούπα ή ένα φλυτζάνι ζεστού καφέ, παρά με ένα θολό νερομπούλι αμφιβόλου ποιότητας.