Πικρή γεύση στο στόμα
Αχιλλεας Αναστασοπουλος•Uncategorized, Αλκοολη
«Έλεγα πως δε θα ξαναπεράσω τέτοια μέρα, μα όμως είμαι και πάλι εδώ. Και πάλι έτσι, άδειος. Κενός. Σκέφτομαι μόνο τσιγάρα να γεμίζουν με ανούσιο φονικό καπνό τα πνευμόνια μου, και να σκοτώνουν τη γεύση μου, και πικρό αλκοόλ να χαϊδεύει γλυκά τον ουρανίσκο μου, και όλα μαζί να πλανεύουν τη σκέψη μου σε μονοπάτια ξένα και μακρινά, που δεν έχεις ακόμα βρει κι ανακαλύψει και δεν μπορείς να εμφανιστείς και να μπλεχτείς στα πόδια μου.
Γιατί; Γιατί με κάνεις να είμαι κάποιος που δε θέλω, γιατί με αφήνεις να φθείρομαι έτσι, γιατί με βάζεις να τσακώνομαι συνέχεια με τον εαυτό μου, γιατί να ζω με τρόπους που ήθελα να αφήσω πίσω;
Εσύ, που λες πως τόσο με αγάπησες, εσύ που είπες θέλεις «το καλό μου», εσύ που μου πες πως μαζί θα αλλάξουμε τον κόσμο, πως μαζί θα καταφέρουμε τα πάντα. Πώς με αδειάζεις τώρα έτσι και με αφήνεις μόνο κάθε μέρα να κοιτάζω το σκοτάδι μέσα στα φώτα αυτής της άθλιας πραγματικότητας, γιατί μου θυμίζεις ότι γεννιόμαστε και πεθαίνουμε μόνοι;
Δε θα πίνουμε πια μαζί τα φθηνά ποτά σου και δε θα σου εξηγώ γιατί η βότκα είναι το λιγότερο περίτεχνο σε γεύση απόσταγμα, αλλά ότι ακόμα κι έτσι, δεν της αξίζει να ζει ούτε λεπτό με συσκευασμένο χυμό λεμονιού.
Τώρα ποιος θα βλέπει τα κουνούπια για να τα σκοτώσω και ποιος θα αφήνει τα πράγματά του μες τη μέση του σαλονιού, του διαδρόμου, του μπάνιου;
Θα κάθομαι λοιπόν εδώ, και θα κοιτάζω χαμηλά, ποτέ μέσα στα μάτια πια, να μη δεις ότι τα δικά μου είναι πάλι βουρκωμένα, να μη δεις ότι είναι από μέσα τους έτοιμες να ξεπηδήσουν θάλασσες από καυτερή μαρμελάδα τσίλι, από αυτή που τόσο μισείς, και σε κάνουν να αηδιάσεις.»
Αυτά της έγραψε και ακούμπησε τα χειρόγραφα πάνω στο τραπέζι. Δε χρειαζόταν τόση προσπάθεια, σκέφτηκε. Έπρεπε να το καταλάβω ότι δεν ταιριάζουμε, από τις γεύσεις που τόσο βίαια μας χώριζαν…