Βότσαλα
Αχιλλεας Αναστασοπουλος•Αλκοολη
Πόσο γελοίος. Μύδροι κατά του καπνίσματος με κάθε ευκαιρία, αλλά να που τώρα κάθεται και ψήνεται κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο. Παραγγέλνεις αργά-αργά τον καρκίνο, απλά σε διαφορετική συνταγή. Έχει ήδη μαυρίσει και αυτή είναι η επίσημη δικαιολογία που χρησιμοποιεί για να παρηγορεί τον εαυτό του. Η παραλία είναι έρημη, εκτός από κάνα-δυο ανθρώπους. Ο ήχος από τα κύματα σκεπάζει κάθε άλλο θόρυβο πέρα από τα λόγια της κοπέλας του που τον κοιτάζει δακρυσμένη και περιμένει απάντηση.
Κοιτάει με τεράστια προσοχή δύο μεγάλα βότσαλα, ένα άσπρο και ένα μαύρο, με τα μάτια του να κλείνουν. Η ζέστη τον έχει σαγηνέψει, η μέθη της αυτοκαταστροφής τον έχει κυριέψει και επιθυμεί διακαώς να αφεθεί στα χέρια της, να τον σηκώσει ψηλά και σαν αητός τη χελώνα να τον αφήσει να τσακιστεί πάνω στα βράχια. Θέλει να γράψει, γι αυτή την εικόνα που έχει στο νου του τώρα, μα ξέρει πως δεν μπορεί. Τι να απαντήσει; Τα προβλήματα μοιάζουν με άγρια ζώα που το καθένα έχει στο στόμα του ένα θήραμα. Δεν θέλουν να τραφούν, έχουν πιάσει τα θηράματα για να ταΐσει το ένα το άλλο. Θέλουν να μεγαλώσουν τόσο ώστε να μπορέσουν να τον φάνε όλα μαζί ζωντανό, κομμάτι-κομμάτι. Παραζάλη.
Πασχίζει να μείνει ξύπνιος. Πόσο ποταπό ανθρωπάκι είναι; Είναι ευάλωτη, θα διαλέξει να την πονέσει, αλλά δεν έχει τ’ αρχίδια να βάλει ένα τέλος. Δεν είναι ότι κωλώνει, απλά δεν ξέρει αν θέλει. Άνθρωπος είναι, δεν είναι σίγουρος για όλα, και σαν ανθρώπινο ζώο, κοιτάει κυρίως την πάρτη του. Ο Ολυμπιακός να κερδίζει και όλοι οι άλλοι να πάνε να γαμηθούν. Ο καυτός ήλιος και η παραλία έχουν περιγραφεί από τον Αλμπέρ Καμί καλύτερα από κάθε άλλον, τι να κάθεσαι να λες, να σκέφτεσαι και να γράφεις γι αυτά; Σηκώθηκαν και έφυγαν χωρίς απάντηση. Σιωπή. Κλάματα. Ο δρόμος της αναβολής και της φυγής, η μόνη λύση.
Το μάτι του τρεμόπαιζε από νευρικότητα. Το Νεγκρόνι που μόλις κατέβηκε στην άδεια του κοιλιά –πρέπει να ήταν το τέταρτο- δεν διευκόλυνε την κατάσταση. Το αλκοόλ χαλαρώνει τους μυς και ο σπασμός θα γίνεται εντονότερος, του είχε πει ο γιατρός. Η πίκρα του Campari δεν τον καλύπτει. Σκέφτεται τη ζωή του, πόσο ακριβοδίκαιος είναι συνέχεια σε ψιλοπράγματα και πόσο «μπακάλης» εκεί που τον βολεύει. Ή για την ακρίβεια, εκεί που δεν τον βολεύει. Μήπως έτσι δεν είναι όλοι όμως; Γελάει με τα δήθεν αλτρουιστικά κίνητρα του ανθρώπινου είδους. Ακόμα και τις καλές πράξεις τις κάνουμε για να ικανοποιήσουμε τον εγωισμό μας. Οπότε; Ίσως σκέτο τζιν ή μήπως ουίσκι; Ρακή; Κάτι πρέπει να δώσει τη λύση σε όλη αυτή την κατάσταση. Κι αύριο μέρα είναι.