Μας έπιασε στην Parla και τελικά μας έπεισε
Αχιλλεας Αναστασοπουλος•Αλκοολη
Όταν χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο Γιάννης σκέφτηκα ότι θα με έχει πάρει, κλασικά ενώ οδηγεί, και θα με πιάσει στην πάρλα. Αλλά τελικά όχι, ήθελε απλά να πάω μέχρι την Parla στην Κηφισιά, να δοκιμάσω, λέει, τα κοκτέιλ του καταλόγου που είχε φτιάξει για το ιταλικό εστιατόριο ο Αντρέας Δημητρόπουλος. Τον συμπαθώ τον Δημητρόπουλο, οπότε μπήκα στο ημιαδιάφορο αυτοκίνητό μου, μαζί με την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σύντροφό μου, και ανηφορίσαμε προς τα βόρια προάστια, τα οποία μετά το πέρας των σχολικών μου ετών επισκέπτομαι μόνο αραιά και που.
Δε σκέφτηκα, εγώ, ο μονίμως μετριοπαθής, να ζητήσω να δοκιμάσω και τον κατάλογο φαγητού να πεταρίσει το φυλλοκάρδι μας με την κουζίνα του σεφ Παπανικολάου, οπότε μετά τη σύντομη ξενάγηση που μας έκανε ο Αντρέας στο εστιατόριο με τον υπέροχο κήπο του, βρεθήκαμε εμπρός από τη μπάρα να διαβάζουμε τη λίστα των κοκτέιλ, εξασκώντας φυσικά το αγαπημένο συνήθειο του να βρω τα τυπογραφικά λάθη –ναι, ναι, βρήκα κάνα-δυο, δουλειά μου είναι.
Parla στην πάρλα, και ξεχαστήκαμε…
Βεβαίως τρέφω μια εγγενή αντιπάθεια προς τα κείμενα «κριτικής». Λογικά θα το έχει καταλάβει αυτό, όποιος διαβάζει τακτικά τα κείμενά μου, εκεί όπου πάνω-κάτω θα βρει μόνο την αναφορά για την πρόσφατη επίσκεψή μου στο Clumsies. Θεωρώ περίεργη τη δουλειά του «κριτή» και όσα τη συνοδεύουν και αντιμετωπίζω με απαξίωση όσους θεωρούν ότι μπορούν να κάνουν αυτή τη δουλειά ελαφρά τη καρδία. Δεν αρέσκομαι ούτε να χαϊδεύω αυτιά, ούτε όμως έχω επιθυμία να «κεραυνοβολήσω» κανέναν με τα λόγια μου, ούτε να «φτιάξω όνομα», ενώ έχω σε μεγάλο βαθμό μάθει ότι τη δουλειά του άλλου, οφείλεις να την αντιμετωπίζεις με σεβασμό. Από την άλλη, με αποξενώνουν πλήρως από τη θέση του κριτή τα διάφορα σενάρια που την ακολουθούν -αυτά που υπονοούν, ή λένε ξεκάθαρα- ότι όλα είναι στημένα / πληρωμένα / μιλημένα κτλ κτλ.
Είναι αρκετά δύσκολο, να ξέρετε, για ανθρώπους που αντιμετωπίζουν τον κόσμο όπως εγώ, παραμένοντας μετριοπαθείς και αποφεύγοντας τις συγκρούσεις και τις ακρότητες εν γένει, να αντιμετωπίσουμε τέτοιες καταστάσεις. Για να μιλήσω αποκλειστικά για εμένα, δεν είναι ότι δε θα πω τι πιστεύω ή ότι δε θα πάρω θέση, το αντίθετο μάλιστα. Αλλά υπάρχει πάντα ένα όριο στο πόσο θα θεωρήσω ότι μπορώ να επηρεάσω τον άλλο, αλλά και στο πόση φαιά ουσία θα σπαταλήσω για να του αλλάξω γνώμη. Είναι πιο πιθανό πάντως να επιλέξω τη σιωπή, παρά τη σύγκρουση, και αυτό δε γίνεται επειδή δεν έχω τη δυνατότητα να στηρίξω την άποψή μου, αλλά γιατί ο σφαιρικά σκεπτόμενος άνθρωπος, έχει πάντα ενδοιασμούς και το πρώτο πράγμα που οφείλει να αμφισβητεί είναι τον εαυτό του…
Αυτά σκεφτόμουν και είχα χαθεί στο σύμπαν μου, όταν ο Ανδρέας ακούμπησε εμπρός μου το πρώτο κοκτέιλ. Πριν εξαφανιστώ στο λαβύρινθο των σκέψεων που κρύβονται στο κεφάλι μου, είχα προλάβει να του πω ότι θα ήθελα να δοκιμάσω τα τρία εκείνα ποτά που ο ίδιος θεωρεί ότι είναι τα ατού του καταλόγου του Parla. Επέλεξε, κατόπιν συνεννόησης με τον μπαρτέντερ Γιώργο Παπαδόπουλο που βρίσκεται πίσω από τη μπάρα σε τακτική βάση, να μας σερβίρουν τα τρία πιο δημοφιλή. Και είχαν δίκιο.
Τα ευπώλητα του Parla
Τα τρία κοκτέιλ που ξεχώρισε το κοινό του εστιατορίου, και κατ’ επέκταση μου παρουσίασε ο Ανδρέας, ήταν με διαφορά τα τρία πιο ενδιαφέροντα, τη στιγμή που τα επόμενα τρία που επέλεξα εγώ βάσει συστατικών, σήκωναν πολλή περισσότερη συζήτηση –χωρίς αυτό βέβαια να είναι κακό.
Για να μιλήσουμε και με ονόματα που μπορούν να αντιστοιχηθούν στο μάτι σας με φωτογραφίες, το Ciao Bello που δοκιμάσαμε πρώτο, μας συστήθηκε ως το πιο ευπώλητο, φτιάχνεται με τζιν Brokers, λάιμ, τσίλι, σιρόπι αγαύης και αγγούρι. Δεν είναι πρωτότυπος συνδυασμός μεν, είναι πολύ ευχάριστος δε, με το αγγούρι να πλημμυρίζει τη μύτη με φρεσκάδα και στη συνέχεια το στόμα. Έπειτα δίνει τη σκυτάλη στο καυτερό τσίλι, με το γλυκό στοιχείο να υποβόσκει σε όλη τη διάρκεια, ενώ τελικά αφήνει μια ελαφριά πικρή επίγευση.
Ο Αντρέας ισχυρίστηκε ότι το Ciao Bello έχει φτάσει να αποτελεί έως και τα τρία τέταρτα της ημερήσιας κατανάλωσης! Το μυστικό του –δεν είναι και πολύ μυστικό γιατί το κατάλαβα και θα το αποκαλύψω τώρα- είναι ότι αφού σου ανοίξει τη μύτη και τους κάλυκες με δροσιά, σε «χτυπάει» με το καυτερό το οποίο και μανιωδώς αναζητάς να σβήσεις με τη δροσιά της επόμενης γουλιάς. Είναι ένας φαύλος κύκλος…
Στη συνέχεια, το ντελικάτο Ou La La, παρότι σχολιάστηκε ως «γυναικείο» ποτό, προφανώς για να αντικατοπτρίσει ακριβώς αυτή τη ντελικάτη φύση του, είναι ίσως το καλύτερο κοκτέιλ που δοκιμάσαμε. Με λικέρ μαστίχα Skinos, βότκα, γλυκό βερμούτ Cocchi, λικέρ μαρασκίνο, κανέλα και αγγουρίδα, όσο κομψό είναι να το κοιτάς, τόσο έντονο είναι στο στόμα και στην επίγευση που αφήνει. Το επόμενο κοκτέιλ, το San Juan, μια παραλλαγή της Pina Colada με ρούμι Plantation Pineapple, καρύδα, ανανά, αλάτι και λάιμ, είναι ένα νόστιμο, με γεμάτη υφή κοκτέιλ, πολύ μακριά από τα δικά μου γούστα, που έχει προφανώς πολύ έντονο το φρουτώδες στοιχείο, με τον ανανά και την καρύδα να κάνουν εύλογα όλο το παιχνίδι. Ισορροπημένο και πλήρως ικανοποιητικό για κάποιον που κινείται σε αυτούς τους γευστικούς ορίζοντες.
Τι θα διάλεγα εγώ στην Parla;
Περνώντας στα τρία κοκτέιλ που μου φάνηκαν εμένα τα πιο ενδιαφέροντα, δε θα μπορούσα παρά να διαλέξω αμέσως αυτό που περιείχε μεσκάλ, χωρίς να δώσω την απαραίτητη βάση και προσοχή στο όνομα του. Το Vigily Del Fuoco με μεσκάλ, ανανά, μπίτερς firewater, αγαύη, λάιμ και πιπέρι, είναι απλά φωτιά. Καίει, και καίει από παντού. Και από το πιπέρι, και από το firewater. Η μύτη πάντως είναι –όπως αναμένεται σε ένα ποτό με μεσκάλ- υπέροχη, στο στόμα σε καλωσορίζει ευχάριστα, αλλά συνολικά, θα μπορούσε να καίει λιγότερο, και το λέει αυτό ένας λάτρης του πικάντικου. Προτιμήστε το για να κλείσετε τη βραδιά σας.
Από την άλλη το Shelby, που πήρε το όνομά του από τον γκάνγκστερ της σειράς Peaky Blinders, μπορείτε να το καταναλώσετε ανά πάσα στιγμή, αρκεί να έχετε το κατάλληλο βλέμμα. Φτιάχνεται με φαντασμαγορικό flair, σερβίρεται σε σοβαρό ποτήρι, με σοβαρό πάγο, περιέχει Bushmills, Sherry p.x, βερμούτ Cocchi, βενεδικτίνη και βαλσάμικο, και γενικά αποπνέει μια… σοβαρότητα. Θα το απολαύσουν οι λάτρεις του ουίσκι, μια και αυτό κυριαρχεί, αλλά όντας συνολικά πιο «βαρύ», κυρίως από την έντονη παρουσία του μπαλσάμικου που φαίνεται να μονομαχεί να πάρει τη θέση του στο ποτήρι.
Για το τέλος ήθελα να κρατήσω, τι άλλο, ότι πλησίαζε το αγαπημένο Νεγκρόνι, και το Almost Famous, με κονιάκ Hennessy, Campari αρωματισμένο με μπανάνα και γλυκό βερμούτ με κακάο, φαινόταν το κατάλληλο ποτό. Σύνθετο, στιβαρό, σερβίρεται με τυρί γκοργκοντζόλα, που κάνει τα πράγματα ακόμα πιο σύνθετα παίζοντας ευχάριστα ανάμεσα στο αλμυρό και το γλυκό.
Το αστείο, είναι ότι στο τέλος της δοκιμής, και μετά από τόσες γεύσεις, έπιασα τον εαυτό μου ακόμα μπλεγμένο στο φαύλο κύκλο του Ciao Bello, και πριν αναφωνήσω τσιάο στον Ανδρέα και το Parla που είχε αρχίσει να σφύζει από ζωή, αναζήτησα και βρήκα εκείνο το καυτερό πρώτο κοκτέιλ για μια τελευταία γουλιά, κι ας είχε βέβαια νερώσει. Αν αυτό δεν είναι ένα επιτυχημένο κοκτέιλ, τότε ποιο είναι;