Old dog
Θυμιος Βουλγαρης•Bittersweet
Στη Νέα Φιλαδέλφεια πήγαινα αραιά και που, για τρεις λόγους, τον κολλητό μου, την ΑΕΚ και τον Τίλα. Συχνά για έναν συνδυασμό των τριών, μέχρι που μας γκρέμισαν το γήπεδο. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, εδώ μιλάμε για ποτά, ανθρώπους και μαγαζιά, που έφτιαξαν αυτοί οι άνθρωποι για να τα δημιουργούν και να σερβίρουν αυτά τα ποτά.
Ένας άνθρωπος, μπαρτέντερ καλός, «σεμνός», χωρίς διάθεση να φωνάζει την γνώση που διαθέτει πάνω στο αντικείμενό του, ο Παναγιώτης Καναβέτας με έκανε, για πρώτη φορά να επισκεφθώ τη Φιλαδέλφεια για ποτό. Και όχι για κάτι λιγότερο από κοκτέιλ, από καλοφτιαγμένα, ισορροπημένα γευστικά και χωρίς φανφάρες κοκτέιλ, για να είμαι ακριβής. Τα σερβίρει σε ένα μαγαζί, το Old Dog, το οποίο δείχνει να κερδίζει τον χαρακτηρισμό «Family Bar» που του χάρισαν οι τέσσερεις ιδιοκτήτες, ο Πάνος Δεμοίρος, Αποστόλης Μπορσοβάνας, ο Κωνσταντίνος Μπρατσιάκος και ο Παναγιώτης.
Ένας χώρος οικείος δηλαδή, και τουλάχιστον οι προδιαγραφές του συνηγορούν προς αυτή τους τη φιλοδοξία. Η αισθητική φλερτάρει με το post-industrial, με το μέταλλο, το ξύλο, την τσιμεντοκονία και το τούβλο να αποτελούν τα δομικά στοιχεία του μεγάλου, άνετου χώρου. Το χάζι στη Σάρδεων μόνιμο. «Εδώ είναι που «γίνεται» φίλε μου», όπως μου είπε ένας πιτσιρικάς με μεγάλο χαμόγελο και κούρεμα φέρελπι ποδοσφαιριστή το περασμένο Σάββατο, που πέρασα για δεύτερη φορά μέσα σε δέκα μέρες, για να πιώ το κοκτέιλ με μεσκάλ που μου είχε καρφωθεί στο μυαλό από την πρώτη φορά, αυτή της δοκιμής της λίστας.
Είτε πίνοντας τον καλό καφέ τους τη μέρα, είτε κάποιο ποτό το βράδυ, θα δείτε πολλά –τα περισσότερα ελκυστικά– πρόσωπα. Η Φιλαδέλφεια έχει άλλωστε ένα πολύ γοητευτικό μείγμα κόσμου, κάτι από τον αυθορμητισμό, το (πιο) χαλαρό στυλ, τον υποδόριο γεμάτο ζωντάνια παλμό των Δυτικών Προαστίων, την πιο ακατέργαστη ομορφιά και ερωτισμό των ανθρώπων αυτών που δεν έχουν μπει τόσο βαθιά στο παιχνίδι του lifestyle, που ζουν στα δικά τους «νησιά», ημιανεξάρτητα από τις Πόλεις-Κράτη της διασκέδασης του Κέντρου και Βορείων/Νοτίων Προαστίων.
Με γοήτευσε τόσο η παρατήρηση των πελατών και γενικότερα όσων είχαν βγει αυτό το Σάββατο στον φασαριόζικο πεζόδρομο που σχεδόν ξέχασα το κοκτέιλ μου απείραχτο. Οκ, για λίγο. Γιατί το Olfactory, με την Cazadores τεκίλα του, το μεσκάλ και το φασκόμηλο, κάθε φορά που περνούσε μέσα από τη ζάχαρη καρύδας και το αλάτι του rimming στο στόμα, μου έπαιρνε το μυαλό με το γλυκόξινο, καπνιστό του θράσος.
Η αρχή είχε γίνει, νωρίτερα, με το Old Druid, ένα «εύκολο» γι’ αυτό και το πιο ευπώλητο ίσως από τα 15 της λίστας. Ρούμι μπαχαρικών, ανανάς, passion fruit, μπίτερ ροδάκινου και μια ιδέα από μέλι σε σπρώχνει να καταναλώσεις πολύ εύκολα περισσότερα του ενός. Το St. Hubert, δεύτερο στη σειρά της δοκιμής είχε μια αρκετά αλκοολική αίσθηση, με το λεμόνι και το elderflower και τα περουβιάνικα μπίτερ Amargo Chucho χάριζαν στο τζιν την λουλουδάτη όξινη πολυπλοκότητα που χρειαζόταν.
Η συνέχεια είχε Great Strength με τεκίλα, παλαιωμένο ρούμι, τσίλι και μελάσα, διακριτικά πικάντικο και έντονα αλκοολικό να κλείνει το μάτι στην Tiki κουλτούρα, ενώ εξίσου εξωτικό και ίσως το πιο «δύσκολο» που δοκίμασα, λόγω της ελάχιστης πικράδας που άφηνε στην επίγευση ήταν το Blanc de Roi, με γάλα, Curacao, πορτοκάλι και τζιν.
Κάπου εκεί σταμάτησα –το Παγκράτι δεν είναι και δίπλα, αλλά θα ξαναγυρίσω. Σύντομα. Άλλωστε τα μαυλιστικά νόστιμα παγωτά και τα πολίτικα γλυκά του Τίλα, λίγα μέτρα πιο πάνω, αποτελούν εξαιρετικό τελείωμα βραδιάς. Τι, όχι;