Οίνος Μαλβαζία Μέρος 1ο
Μαρια Τζιτζη•«Ἐν ἀρχῇ οιν-ο-λόγος»
Η ιστορία του Μαλβαζία
Στην εποχή του, η οποία διήρκεσε περισσότερο από πέντε αιώνες, ο οίνος Μαλβαζία, ήταν γνωστός και ως «μαύρο κρασί από άσπρα σταφύλια», όσο παράδοξο κι αν ακούγεται αυτό. Ξεκίνησε το ταξίδι του από τον 12ο αιώνα και, για όσο κράτησε η κυριαρχία του, ταξίδεψε σε όλες τις αγορές της Ανατολής και της Δύσης. Εξαγόταν σε όλα τα λιμάνια της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, φτάνοντας και στις πιο απαιτητικές αγορές της Ευρώπης.
Έχοντας υψηλή τιμή, δικαιολογημένη από την αντίστοιχη ποιότητα, αλλά και την αίγλη του, αγαπήθηκε και καταναλώθηκε στα καλύτερα σπίτια των πλουσίων, των ευγενών, ακόμα και των βασιλιάδων, και κατάφερε να αποκτήσει τεράστια φήμη, όσο κανένα άλλο κρασί στα χρόνια του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.
Σήμερα, προς τιμή εκείνου του γλυκού κρασιού, σχεδόν όλος ο πολιτισμένος οινικός κόσμος παράγει μια «τοπική» Μαλβαζία (Malvasia), από αυτόχθονες πρώτες ύλες, η οποία μιμείται και αντιγράφει, από όσα κείμενα έχουν περισωθεί και μιλούν γι’ αυτήν, τον τρόπο καλλιέργειας, τις τεχνικές οινοποίησης, τις ποικιλίες, ακόμα και τον τρόπο κατανάλωσής της.
Με το ίδιο όνομα όμως, αποκαλούσαν και ολόκληρη την περιοχή –την περιφέρεια της Μονεμβασιάς που εκτεινόταν στο όρος Πάρνωνας, από το Άστρος μέχρι τον Μαλέα. Έτσι αποκαλούσαν επίσης την ποικιλία του σταφυλιού, αλλά και το κρασί, γνωστό ως «δωρικό οίνο», τον ονομαστό βυζαντινό Μονεμβάσιο οίνο (vinum de Malvasia, vinum de Monovasia, vinum Malvasie, vinum Monemvasie και malvasia) που φορτωνόταν στο λιμάνι και προοριζόταν για εμπόριο.
Το κρασί αυτό είχε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που το διαφοροποιούσαν από τα άλλα και πληρούσε συγκεκριμένες προδιαγραφές, όσον αφορά στην ποικιλία, αλλά και τον τρόπο παρασκευής.
Η κρητική παραγωγή Μαλβαζία
Ωστόσο παραγωγή Μαλβαζία γινόταν και στην Κρήτη –υπήρχαν συγκεκριμένα αμπέλια (vites malvasie ή vites monovasienses), τα οποία παρήγαν τον μονεμβάσιον οίνο ή malvasia. Έφτασαν στην Κρήτη ήδη από το 1340, και το γεγονός είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία προβλημάτων στο εμπόριο του κρασιού, αφού ο διαχωρισμός δεν ήταν εύκολος. Έτσι, στα χρόνια που ακολούθησαν η Μονεμβασιά έπαψε να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο όσον αφορά στην παραγωγή και την εμπορία του φημισμένου αυτού κρασιού.
Η ιστορία αναφέρει πως στην Κρήτη το μαλεβιζιώτικο κρασί με το όνομα Μαλβαζία, παραγόταν από την εποχή του Γενοβέζου Ερρίκου Πεσκατόρε, που είχε χτίσει και το φρούριο Μαλεβίζι, πριν από τον 13ο αιώνα. Η μεγαλόνησος με τον όγκο παραγωγής της, τον έκανε γρήγορα γνωστό και διάσημο στα μεσαιωνικά χρόνια της Φραγκοκρατίας, φτάνοντας την καλλιέργεια των αμπελιών μέχρι το Ηράκλειο και την Κνωσό. Τόση ήταν η φήμη του, που τα καράβια συνέρρεαν καθημερινά από τα πέρατα του κόσμου στο λιμάνι της Κάντιας για να φορτώσουν το γλυκό θησαυρό.
Από τα τέλη του 15ου αιώνα η παραγωγή και το εμπόριο της γλυκιάς Μαλβαζίας επικεντρώνεται στην Κρήτη, από ανάμειξη όμως, πλέον, ντόπιων ποικιλιών. Πολλοί το αγάπησαν και ακόμα περισσότεροι προσπάθησαν να το μιμηθούν παράγοντας γλυκά κρασιά τύπου Μαλβαζίας. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους οι Βενετοί άρχισαν σιγά-σιγά να χάνουν τις κτήσεις τους στο Αιγαίο και βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους Γάλλους εμπόρους.
Το οινικό εμπόριο ιταλικών κρασιών ελληνικού τύπου και ονόματος άρχισε να ανθεί. Ανάμεσα στα ονόματα διάσημων και ονομαστών ελληνικών κρασιών και ο Μαλβαζίας οίνος. Για τον σκοπό αυτό μεταφέρθηκαν και πολλές ποικιλίες σταφυλιών, γνωστές με το γενικό όνομα της ποικιλίας. Η συνήθεια σιγά-σιγά διαδόθηκε και σε άλλες χώρες –ο Ερρίκος της Πορτογαλίας ζήτησε κλήματα να τα φυτέψει στα νησιά Μαδέρα– μετατρέποντας το όνομα σε μια «κοινόχρηστη» ένδειξη, δηλωτική για το είδος του κρασιού.