Το αλκοόλ που δεν ήπιαμε
Αχιλλεας Αναστασοπουλος•Booze Travel, Αλκοολη
Το λιβανίζω όλη μέρα. Δεν έχω γράψει λέξη. Να, έγραψα μόνο τον τίτλο και ήδη σηκώνομαι. Έχω κλέψει ένα ποτηράκι από το Osterman και μου σέρβιρα μια τεκίλα. Περιμένω να μου φέρουν πορτοκάλια για να επιχειρήσω να ετοιμάσω ένα Oaxacan Old Fashioned. Είναι απείρως εκνευριστικό να ξεκινάς ένα κείμενο και να έχεις ήδη πονοκέφαλο. Όλη μέρα τρέχω πανικόβλητος, fuck ‘n fine. Τουλάχιστον εγώ κάθομαι τώρα στην ησυχία μου. Φαντάσου να πρέπει να σερβίρεις…
Κατά τα’ άλλα, ας είμαστε σοβαροί, άγιο πνεύμα δεν υπάρχει. Ούτε καν σκέτο πνεύμα δεν υπάρχει. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία. Παρόλα αυτά, ας υποθέσουμε τιμής ένεκεν ότι υπάρχει, αφού μας χαρίζει μια ακόμα αργία την οποία κολλάμε αν κάτσει καλά στις άλλες αργίες και φκιάνουμε μια μεγάλη περίοδο εορτών και ει δυνατόν, ξεκούρασης. Όχι αν εκμεταλλευτείς τις μέρες για να πας ταξίδι βέβαια, εκεί δεν ξεκουράζεσαι μεν, αλλά δεν παραπονιέσαι κι όλας. Ε, λοιπόν, τις τελευταίες μέρες των διακοπών με τη συμβία μου πήγαμε στην Κωνσταντινούπολη.
Και μας βγήκε η Αμίνα –Παναγία δεν έχει εκεί, οπότε μας βγήκε η μάνα του Μωάμεθ- να περπατάμε από το πρωί ως το βράδυ, για να δούμε τα πάμπολα και σημαντικά αξιοθέατα. Το Τοπ Καπί με το χαρέμι του, την Αγία Σοφία, το Μπλε Τζαμί, το Ντολμάμπαχτσε, το Βασιλικό Υδραγωγείο, τον Πύργο του Γαλατά και άλλα πολλά και θαυμαστά (ή λιγότερο θαυμαστά) Όπως σε όλα τα ταξίδια βέβαια έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δεις και να ζήσεις από κοντά την ζωή των ανθρώπων που κατοικούν εκεί. Βέβαια πάντα παραμένεις τουρίστας και ειδικά αν πας για τρεις μέρες μόνο και δεν έχεις κάποιον που ξέρει να σε οδηγεί. Ως τουρίστας λοιπόν, κάνεις και μαλακίες.
Τις κάνεις δε σε πράγματα που κοστίζουν, όπως το φαγητό και οι μετακινήσεις. Αλλά συνήθως, σου αφήνουν και κάτι να θυμάσαι. Εμείς ας πούμε θα θυμόμαστε πάντα την μισή μέρα που φάγαμε να ψάχνουμε το τζαζ μπαρ που μου είχε προτείνει ο Σίμος Ταγαράς. Ο άνθρωπος, ευγενέστατα πρότεινε βάσει της εμπειρίας του, ένα φίνο λέει τζαζ μπαρ, αλλά και ένα μέρος για να φάμε κρεατικά. Θυμίζω, το αλκοόλ και το κρέας είναι αμφότερα σημεία ταμπού για τους μουσουλμάνους. Ε, κάπως έπρεπε να τους τιμωρήσει ο θεός που μπορούν να έχουν μέχρι και τέσσερις γυναίκες ταυτόχρονα, οπότε καλά να πάθουν. Το πρωί λοιπόν στο ξενοδοχείο, εκμεταλλεύτηκα το wi-fi για να βρω, να δω, αλλά και να αποθηκεύσω τη διαδρομή για το μπαρ.
Κάποια στιγμή λοιπόν κινήσαμε να πάμε προς τα κει. Πρέπει να ήταν ήδη πέντε το απόγιομα. Τσεκάρα τη διαδρομή στο χάρτη και σχημάτισα ένα φιλόδοξο συνδυαστικό πλάνο που έλεγε ότι παρότι νηστικοί, θα κάναμε μια μικρή παράκαμψη για να δούμε το περίφημο Σουλεμανεϊγιέ, ένα τζαμί που σχεδίασε και κατασκεύασε για τον Σουλεϊμάν το Μεγαλοπρεπή, ο διασημότερος Τούρκος αρχιτέκτονας ο Σινάν, που είχε, λέει, βαλθεί να φτιάξει κάτι πιο λαμπρό από την Αγιασοφιά. Το κάναμε και αυτό, νηστικοί από το πρωί, και φτάσαμε εκεί που μας είχε πει το γαμημένο το Google Maps ότι είναι το φαγάδικο και το τζαζ μπαρ. Μετά από άσκοπη περιπλάνηση μιάμισης ώρας, που περιελάμβανε διάσχιση ενός πάρκου που γίνονταν έργα, έφοδο σε ένα μέρος με δημόσιες τουαλέτες, λάσπες, άκαρπες προσπάθειες συνεννόησης με Τούρκους που δεν μίλαγαν γρι αγγλικών και φυσικά πλέον αναμμένο το GPS και το 3G στο κινητό (τα οποία μου κόστισαν περί τα 50 αφρό και βάραγε το κεφάλι μου στον τοίχο) πήρα τηλέφωνο –από το Google κι αυτό- και δεν απαντούσε κανείς. Χριστοπανάγισα και εγκαταλείψαμε.
Όλα αυτά, γίνονταν το τελευταίο βράδυ της διαμονής μας στην Πόλη. Το πρώτο βράδυ, φάγαμε φρέσκο ψάρι, στη γέφυρα του Μαρμαρά. «Όχι στα εμπορικά» μας είχανε πει, και έτσι κάτσαμε σε ένα πονηρό παράπηγμα μέσα στη μικρή ψαραγορά. Με ατελείωτη τηγανίλα, χωρίς καν τουαλέτα, ένα μαγκάλι που προσφερόταν μόνο στους Τούρκους πελάτες, φάγαμε μια τσιπούρα του κιλού, φρέσκο καλαμάρι, φρέσκο γαύρο και σαλάτα (απόλυτα άχρηστη) και πλερώσαμε 20 αφρό το άτομο. Παρότι εδώ θα πληρώναμε τα διπλά, ένιωθα ότι με πιάσαν κότσο, μέχρι που συναντήσαμε ένα άλλο ζευγάρι Ελλήνων που φάγαν «στα εμπορικά» και μας είπαν ότι πλέρωσαν 100 αφρό…
Το δεύτερο βράδυ μας, βρήκαμε ένα φίνο εστιατόριο, πολύ φιλικό και καθόλου τουριστικό, κάπου πίσω από την Ιστικλάλ –την Ερμού της Κωνσταντινούπολης κατά κάποιο τρόπο. Όλα καλά κι όλα ωραία, με εξαίρεση το ότι μείναμε ψιλονηστικοί (φάγαμε δηλαδή φυσιολογικά) και ότι πληρώσαμε 15 ευρώ το μισόλιτρο χύμα κρασί. Στην Τουρκία, το αλκοόλ είναι πανάκριβο, εκτός από την μπύρα Efes και την ρακή, εν μέρει γιατί έτσι κι αλλιώς απαγορεύεται από τη θρησκεία τους. Συνεχίσαμε λοιπόν έπειτα τη βόλτα μας και πήγαμε και σε ένα περίφημο κοκτέιλ μπαρ, το «360» απ’ όπου βλέπεις τα πάντα γιατί είναι πολύ-πολύ ψηλά. Σοκ. Τρία βόδια στην πόρτα για έλεγχο, το ένα θηλυκό, ευγενέστατα παρόλα αυτά, και metal detector αεροδρομίου. Τους ρώτησα φυσικά τι ψάχνουν και μας εξήγησαν ότι ψάχνουν όπλα, αλκοόλ και φαί… Μπήκαμε, η μπάρα ήταν πιασμένη, έξω έκανε ψωλόκρυο, και ο κατάλογος με τα κοκτέιλ δεν ήταν ικανός για να μας κρατήσει. Θα ξανάρθουμε μετά είπαμε, σχέδιο που ναυάγησε όταν μας είπαν ότι σε λίγο θα γίνει «κλαμπ» με δυνατή μουσική και εισιτήριο.
Ξεπέρασα το στράβωμά μου με περισσότερη βόλτα, τσάι και ναργιλέ. Όλοι πίνουν τσάι. Όλη μέρα. Δεν έχω ξαναδεί τόσο τσάι. Το βράδυ βέβαια, έφαγα και δυο «βρώμικα» από τα καθαρότερα που υπάρχουν, με ολόφρεσκο φιλέτο ψαριού, καυτερή πιπεριά, κρεμμύδι και λεμόνι. Το τρίτο βράδυ, μετά την παταγώδη αποτυχία εύρεσης του τζαζ μπαρ, πήγαμε σε ένα άλλο εστιατόριο, φημισμένο, που δεν θυμάμαι καν πως το λένε για να σας πω να μην πάτε. Η ρακή που σερβίρανε, είπα μέσα μου «επιτέλους», ήταν ένα πανάκριβο ποτηράκι ούζου, που μάλιστα με το έτσι θέλω μου το γέμισαν με νερό. Ξαναπήγαμε για τσάι και ναργιλέ για να ηρεμίσουν τα νεύρα μου.
Την μέρα που φεύγαμε, αποκαμωμένοι τριγυρίζαμε την νεανική και αναπτυσσόμενη γειτονιά στην οποία ήταν το ξενοδοχείο μας (Sub Hotel, ψάξτε το αν σας βγάλει ο δρόμος προς την Πόλη, αξίζει τον κόπο) Όλα τα καλά τα μαγαζιά ήταν στα πέντε λεπτά από εκεί που μέναμε, αλλά εμείς καταφέραμε να μην τα βρούμε και δεν δοκιμάσαμε ποτέ το, υποτίθεται, εξαιρετικό Bloody Mary που έφτιαχνε το ένα από αυτά. Το άλλο, που κάτσαμε, γιατί ήταν έξι το απόγευμα, ήταν ένα καφέ. Το καφέ όμως μιας εταιρείας που φτιάχνει καφέ και τον εξάγει μάλιστα. Ήπια έναν εξαιρετικό εσπρέσο. Έπιασα κουβέντα με τον ένα και μοναδικό σερβιτόρο που μιλούσε αγγλικά και μετάφραζε όσο μιλούσα με τον ιδιοκτήτη. Ρώτησα τι είναι αυτά στον κατάλογο σε μια σελίδα με ονόματα χωρίς επεξήγηση, για να μου αποκαλύψει, πως ήταν μια σελίδα με ροφήματα, όλα με βάση τον καφέ, που όμως είχαν αλκοόλ, τύπου Irish Coffee. Ως καφετέρια, δεν επιτρέπεται να σερβίρουν αλκοόλ, οπότε είχαν ένα ξεχωριστό κατάλογο –τον οποίο και φωτογράφισα- που εξηγούσε αναλυτικά τι είχε το καθένα μέσα…
Φυσικά, μέχρι να γίνουν όλα αυτά, έπρεπε να πάμε στο αεροδρόμιο και φυσικά, δεν δοκίμασα κανένα από αυτά. Πέρασα ωραία στην Κωνσταντινούπολη, αλλά για κάποιο λόγο, περνάω ακόμα καλύτερα τώρα, που μπορώ να κάνω τη δουλειά μου απολαμβάνοντας το Oaxacan Old Fashioned μου, χωρίς να μου τα πρήζει κανείς και τίποτα.
All photos by Achilleas Anastasopoulos