Οι νέοι αδένες που ανακαλύφθηκαν και ο ρόλος του σάλιου στη γεύση
Γιαννης Κοροβεσης•News
Η είδηση προκάλεσε έκπληξη στον κόσμο όταν έγινε γνωστή πριν περίπου ένα μήνα: νέοι αδένες του ανθρώπινου οργανισμού ανακαλύφθηκαν τυχαία από ομάδα επιστημόνων στο πλαίσιο έρευνας για το Ολλανδικό Ινστιτούτο για τον Καρκίνο και το Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ. Ένα ζευγάρι σιελογόνων αδένων, συνολικού μήκους 3.9 (!) ολόκληρων εκατοστών εντοπίστηκε στο άνω μέρος του λαιμού και πίσω από το ρινικό σύστημα, το οποίο και πιθανολογείται πως υγραίνουν με έκκριση σάλιου.
Η έρευνά της επιστημονικής ομάδας είχε ως αντικείμενο τον καρκίνο του προστάτη και τις παρενέργειες της ακτινοβολίας στο λαιμό και το κεφάλι, γι’ αυτό και από τους εκατό συνολικά ασθενείς που εξετάστηκαν προς επιβεβαίωση της ανακάλυψης, οι 99 ήταν άνδρες. Το νεοανακαλυφθέν ζευγάρι σιελογόνων αδένων –που ονομάστηκαν σωληνωειδείς αδένες– βρέθηκε και στους εκατό.
Η ανακάλυψη θεωρείται άκρως σημαντική, κυρίως για τη θέση των «νέων» μεγάλων σιελογόνων αδένων. Οι τρεις μείζονες σιελογόνοι αδένες που μέχρι τώρα γνώριζαν οι επιστήμονες ήταν: οι παρωτίδες (πίσω από τα μάγουλα), οι υπογνάθιοι (στο κατώτερο τμήμα της κάτω γνάθου) και οι υπογλώσσιοι (κάτω από τη γλώσσα). Όπως αντιλαμβάνεστε, οι νέοι σχετικά μεγάλοι «σωληνωειδείς αδένες» που ανακαλύφθηκαν πίσω από τη μύτη, με τη σχετική έρευνα να δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό Radiotherapy and Oncology, δημιουργούν νέα δεδομένα σχετικά με την αντιμετώπιση ασθενειών αλλά και τη συνολική μελέτη του ανθρώπινου οργανισμού.
Γιατί μπορεί να μας ενδιαφέρει όμως εμάς αυτό, πέρα από την προφανή έκπληξη που μας προκάλεσε; Διότι οι σιελογόνοι αδένες και η παραγωγή σάλιου μοιραία σχετίζονται και με την ευαισθησία της γεύσης. Το σάλιο είναι το κύριο υγρό συστατικό του εξωτερικού περιβάλλοντος των κυττάρων των υποδοχέων γεύσης. Ο κύριος ρόλος του περιλαμβάνει τη μεταφορά ουσιών γεύσης και την προστασία του υποδοχέα γεύσης. Στην αρχική διαδικασία της αντίληψης της γεύσης, το σάλιο δρα ως διαλύτης για τις γεύσεις. Το υγρό του σάλιου διαλύει τις γευστικές ουσίες και έτσι, αυτές διαχέονται στις θέσεις του υποδοχέα γεύσης.
Επιπροσθέτως, κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, ορισμένα συστατικά του σιελογόνου αλληλοεπιδρούν χημικά με γευστικές ουσίες, χαρίζοντας στο σάλιο μια μοναδική ρυθμιστική ικανότητα στην ξινή, στην αλμυρή και στην ουμάμι γεύση. Για παράδειγμα, τα ρυθμιστικά διαλύματα σάλιου (π.χ. διττανθρακικά ιόντα) μειώνουν τη συγκέντρωση των ελεύθερων ιόντων υδρογόνου (ξινή γεύση), πιθανότατα ενισχύουν την ουμάμι γεύση με ενδογενή επίπεδα γλουταμινικού σιέλου (!), ενώ υπάρχουν μερικές πρωτεΐνες σιελογόνων που μπορεί να δεσμεύουν και κάποιες πικρές γεύσεις. Μια άλλη επίδραση του σάλιου στη μεταγωγή της γεύσης είναι ότι ορισμένα συστατικά σιέλου μπορούν να διεγείρουν συνεχώς τον υποδοχέα γεύσης, με αποτέλεσμα μια αλλαγή της ευαισθησίας στη γεύση.
Αξίζει να σημειωθεί πως, η υπερκατανάλωση αλκοόλ και ο χρόνιος αλκοολισμός, έχει αποδειχθεί πως επηρεάζει τους σιελογόνους αδένες, κυρίως τις παρωτίδες που βρίσκονται πίσω από τα μάγουλά μας. Σε αυτήν την περίπτωση έχουμε την σιάλωση ή σιαλαδένωση, μια μη φλεγμονώδη νόσο που προκαλεί το πρήξιμο αυτών των αδένων και η οποία μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στη χειρουργική τους αφαίρεση.