previous
next

Χαρτοπετσέτα

Αλκοολη

Σηκώνω το οld fashioned ποτήρι μου και από κάτω μισοκρέμεται μια νοτισμένη μπλε χαρτοπετσέτα. Μα σερβίρεις το φίνο ποτό μου πάνω σε μια γαμημένη χαρτοπετσέτα; Μου χαλάει τη μόστρα ρε πούστη, δεν το καταλαβαίνεις; Κοιτάω την κοπέλα που κάθεται απέναντι και γελάει με τα χάλια μου. Γελάει μαζί μου ή γελάει με μένα; Δεν πειράζει, τουλάχιστον γελάει. Κάτσε, να χαμογελάσω κι εγώ. Κλείνεται, στρέφει το βλέμμα της αλλού. Μάλλον δεν το έκανα σωστά. Στο σπίτι έχουν μήνες να με δουν να χαμογελάω. Πόσο άδικο… Το κεφάλι πάλι κάτω λοιπόν, το βλέμμα στο άπειρο. Η μουσική παίζει τσάμπα, το μόνο που ακούω είναι ο πάγος που χτυπάει καθώς στριφογυρίζω το ποτήρι. Κι είναι όλα τούτα υλικό για να γραφτεί σε χαρτί; Μα δεν τα γράφω για σας, τα γράφω για μένα.

 

Το γράψιμο είναι ψυχοθεραπεία. Κάποτε ήταν η οδήγηση. Με πλήρωναν για να οδηγώ και να γράφω. Συμφορά μού, πρέπει να πάω στην πίστα στις Σέρρες. Ε, και; Αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να μου συμβεί. Χαλάλι η πολλή δουλειά, κάνω το κέφι μου και μπορώ και να γράφω. Με είχε βοηθήσει εκείνος ο ψηλόλιγνος αναρχοαριστερός καθηγητής μου να καταλάβω πως γουστάρω να γράφω. Κούνησε τα γρανάζια του κεφαλιού μου, και βάλθηκα να διαβάζω Χάνα Άρεντ, Μποντλέρ και Ζενέ. Αντί για αυτό που σπούδαζα βρέθηκα να γράφω για λογοτεχνία, κι αντί για γραφίστας έγινα τελικά δημοσιογράφος. Ήταν κι αυτή η μόνιμη ενασχόληση με τα αυτοκίνητα, ήρθε κι έδεσε. Αλλά βαρέθηκα κι εγώ, συνέχεια δρόμος, γραφείο, κείμενο και πάλι δρόμος. Στράβωσαν και τα πράγματα στη χώρα, άλλαξαν οι προτεραιότητες. Κουράστηκα.

 

Στο βήμα που έκανα στο κενό αυτή ήταν δίπλα μου. Να με στηρίξει, να με κρατήσει, κι αν έπεφτα να με σηκώσει. Με την ανοχή της έλεγε ένα σύγχρονο «Ό,τι θες πασά μου» Εντάξει, όχι ακριβώς έτσι. Συνήθως είχε κι ένα σιωπηρό «γαμωτημπαναία σου» στο τέλος. Ήταν μέρος της γοητείας της κι αυτό. «Γάμοι και μαλακίες» μου έλεγε «δεν είναι αυτά για μας. Χεράκι να ‘μαστε» Με έκανε να καταλάβω πως ό,τι και να γίνει θα γυρίζαμε στο ίδιο σπίτι, με έκανε να πιστέψω πως όλα τα προβλήματα θα τα ξεπεράσουμε. Προσπάθησε η δόλια να μου πει πως, αντίθετα απ’ όσα μου ‘μάθαν από το σπίτι μου, δυο άνθρωποι μπορούν να ζήσουν ευτυχισμένοι. Κατάλαβα πως, ακόμα κι αν κατά καιρούς μου τριβέλιζε τα ζούδια, άλλη σαν αυτή δεν υπάρχει. Με έρωτα και κόντρες, αγάπη και αντιθέσεις, περνούσε ο καιρός. Μέρα με τη μέρα, καλοκαίρι με το καλοκαίρι, χρόνο με το χρόνο.

 

Κι ύστερα; Πώς μας κατάπιε έτσι ο καιρός; Κάπου στράβωσε η δουλειά. Δοκιμάζοντας συνεχώς τα όρια ο ένας του άλλου, από την πολλή αγάπη, από την πολλή σιγουριά, λυγίσαμε. Βγήκαν πάλι τα τέρατα, ο εγωισμός, η μοναξιά, το πείσμα. Ίσα-ίσα για να δικαιώσουν τον μηδενιστικό τρόπο σκέψης μου, ίσα-ίσα για να διαψεύσουν την ατελείωτη αισιοδοξία της. Άρα; Θα το παλέψουμε ή θα παλεύουμε μεταξύ μας; Ποια Ρώμη, η Ρώμη είναι για μήνα του μέλιτος. Κάτι τέτοιες ώρες όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε αδιέξοδο. Πολλοί μικροί «εγώ» και κάμποσες μικρές «Δάφνες» χτίζουν παντού οδοφράγματα. Εύγε, καλά τα καταφέραμε. Γάμησέ το. Ρε Γιάννη πες μου τι χρωστάω να φύγω.

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΥΤΟ ΕΓΡΑΨΕ

Ο Αχιλλέας Αναστασόπουλος είναι καλό παιδί. Ασχολείται με τα αυτοκίνητα, τις γάτες και το γράψιμο. Επαγγελματίας χομπίστας και ερασιτέχνης δημοσιογράφος, αρθογραφεί στην τελευταία σελίδα του περιοδικού Drive και διατηρεί το...
ΔΙΑΒΑΣΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ

"Χαρτοπετσέτα"

Αλκοολη

Δημοσιεύτηκε στις 14/10/2013