previous
next

Μουσική κάντρι: Μια ελεγεία της αμερικανικής υπαίθρου

Guests

*του Αργύρη Βασιλείου

Πάντα πίστευα ότι τα μουσικά ρεύματα είναι πολιτιστικοί αγωγοί. Χρονικές αποτυπώσεις των χαρακτηριστικών των κοινωνικών ομάδων που τα γέννησαν με ευθύ ή αλληγορικό τρόπο. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν επιλέγουν ποια χαρακτηριστικά θα εκφράσουν προκειμένου να αποδώσουν μια ιδανική εικόνα. Ειδικά τα λαϊκά μουσικά είδη δεν ενδιαφέρονται καθόλου να αποτυπώσουν εξιδανικευμένες εικόνες, ίσως και καλύτερα, γιατί το ιδανικό δεν υφίσταται στον πραγματικό κόσμο. H κάντρι, ως μουσική της αμερικανικής υπαίθρου δεν αποτελεί εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα.

Ρίζες της κάντρι, άνθρωποι και συνθήκες

Η κάντρι είναι αυθεντικά λαϊκή μουσική. Ξεκινάει από τις νότιες και νοτιοδυτικές περιοχές των ΗΠΑ και ειδικότερα των Απαλαχίων στα τέλη του 19ου περίπου αιώνα από αποίκους με καταγωγή κυρίως από τη Βρετανία, την Ιρλανδία και τη Σκοτία, συνήθως αγρότες, εργάτες, χειρώνακτες, αργότερα και βιομηχανικούς εργάτες. Οι άνθρωποι εκείνοι έχουν ένα κοινό· είναι λευκοί, καλβινιστές χριστιανοί, οι οποίοι εκφράζουν μέσα από τη μουσική τους μόχθους της ομολογουμένως δύσκολης και απομονωμένης ζωής τους στην απέραντη αμερικανική ύπαιθρο των αρχών του 20ου αιώνα. Τα πρώιμα εκείνα τραγούδια βασίζονται «αρχιτεκτονικά» στη μπαλάντα ως στιχουργική φόρμα, πλέκοντας μια αφήγηση με απλή μουσική συνοδεία. Συνήθως μιλάνε σε καθημερινή γλώσσα για φυσικές καταστροφές, δυστυχήματα, εγκλήματα που συντάραξαν τις τοπικές κοινωνίες, προσωπικές διαφορές που λύθηκαν με όπλα ή και αυτοκτονίες ως απέλπιδα απόπειρα απόδρασης από προσωπικά αδιέξοδα. Αναλύοντας κάποιος τους στίχους παρατηρεί πως το αλκοόλ ήταν πολύ συχνά παρόν στην καθημερινή τους ζωή και πολλές φορές έπαιζε και καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη του δράματος.

Η θρησκεία ως καταλύτης

Το αυστηρό καλβινιστικό δόγμα το οποίο καθιστά τον άνθρωπο έρμαιο της βούλησης του Θεού ως προς την τύχη του, συνέβαλε και συμβάλει ακόμα καθοριστικά στη διαμόρφωση των κοινωνιών αυτών. Ο άνθρωπος δεν καθορίζει το πεπρωμένο του, αλλά ο Θεός αποφασίζει για την τύχη του είτε καλή ή κακή, τη γέννηση, τον προσανατολισμό του και την κατάληξή του. Η μόνη σανίδα σωτηρίας του ανθρώπου είναι η τυφλή πίστη του στο υπέρτατο Όν με την ελπίδα αυτό να τον σπλαχνιστεί. Αυτό το στοιχείο είναι κυρίαρχο σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της κάντρι κουλτούρας από την αρχή της ως σήμερα· στον βιοπορισμό, στον έρωτα αλλά και στη δύσκολη κατάσταση του να αποτελεί κανείς έρμαιο για ληστές και λοιπά κακοποιά στοιχεία σε μια έρημη και απομακρυσμένη γη χωρίς καθόλου προστασία1

(δεν υπήρχε αστυνομικό σώμα στην επαρχία, εξού και η οπλοφορία). Παρά το γεγονός ότι με ένα τέτοιο στοιχείο ως αφετηρία θα περίμενε κανείς μια πολύ συντηρητική και ενδεχομένως κατηχητική χριστιανική αφήγηση, συχνά έχουμε ιστορίες για έρωτα, καταχρήσεις, και πράξεις στα όρια και πέραν της νομιμότητας. Δράσεις που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τον ιδεώδη βίο ενός φανατικού χριστιανού, οι οποίες κατά έναν περίεργο για εμάς εδώ τρόπο συνυπάρχουν με τη βαθιά πίστη. Μια πίστη η οποία είναι πανταχού παρούσα στη ζωή, έστω και ως διδασκαλία, στην οποία ο καθένας έχει εμβαπτισθεί από μικρή ηλικία και έχει ζήσει με παρόμοιο τρόπο για όλη του τη ζωή.

κάντρι

Διάδοση της κάντρι

Το αφηγηματικό στιχουργικό περιεχόμενο των πρώτων τραγουδιών αυτών, αλλά και η απλή του συνοδεία, έρχονταν εκείνη την εποχή σε πλήρη αντιδιαστολή με την ακαδημαϊκή πολυπλοκότητα των συνθέσεων, οι οποίες παίζονταν στα αστικά κέντρα και προσπαθούσαν να μιμούνται σε κάποιο βαθμό την ευρωπαϊκή, λόγια μουσική. Εκείνη παιζόταν ζωντανά στις αίθουσες των μεγάλων αστικών κέντρων και μερικές φορές έφτανε σε piano rolls και ακουγόταν στις αίθουσες των σαλούν που διέθεταν τα απαραίτητα Player Pianos ως συσκευές αναπαραγωγής στην επαρχία (και εξαλείφθηκαν από την αγορά με την καθιέρωση του ραδιοφώνου).

Η μουσική αυτή ξεκινά με τους ερασιτέχνες μουσικούς να την γράφουν και να την αναπαράγουν σε κοινωνικές εκδηλώσεις, ενώ οι songsters2 την μετέφεραν σε μικρές σχετικά αποστάσεις στις περιπλανήσεις τους. Αυτός είναι και ο λόγος που στις ορχήστρες έχουμε μόνο φορητά όργανα αρχικά.

Η μουσική κάντρι εισέρχεται στη δισκογραφία το 1924, σε μια χρονική στιγμή άνθισης της γενικής δισκογραφίας λόγω προτέρων τεχνολογικών εξελίξεων, αλλά αποκτά το όνομα με το οποίο τη γνωρίζουμε περίπου το 1949 (που είναι συντομία του country and western music). Δύο τακτικά ραδιοφωνικά προγράμματα που την μεταδίδουν συγκεντρώνουν μεγάλο ακροατήριο, κάτι το οποίο πυροδοτεί νέες ηχογραφήσεις. Η κρίση της δεκαετίας του ‘30 και η συνέπεια της μετανάστευσης μεγάλων πληθυσμών από τις αγροτικές περιοχές προς τον βιομηχανικό Βορρά, μεταφέρει το κέντρο της μουσικής αυτής (όπως περίπου συνέβη και με τα μπλουζ), διαφοροποιώντας την από ένα τοπικό ιδίωμα, σε κάτι που ακούγεται από άκρη σε άκρη στην Αμερική. Όπως έλεγε μάλιστα χαρακτηριστικά και ο John McOwen «ήταν μουσική της επαρχίας πριν γίνει κάντρι»3.

κάντρι

Ο Merle Haggard στο Opry του Νάσβιλ

Φυσικά σήμερα η κάντρι δεν είναι ένα μουσικό είδος, παρά ένα τεράστιο σύνολο από διάφορα υποείδη, τα οποία έχουν ενσωματώσει ήχους από όλα σχεδόν τα είδη της μουσικής και εξελίσσεται ως φόρμα συνεχώς, παραμένοντας στην επικαιρότητα. Ένα μουσικό είδος δεν είναι δυνατό να επιβιώσει στο χρόνο, αν δεν έρθει σε επαφή και δεν αναμειχθεί με άλλα μουσικά είδη.

Οι άνθρωποι της κάντρι και το αλκοόλ

Πριν αναρωτηθεί κάποιος για τη σχέση μιας μουσικής με το αλκοόλ θα πρέπει να εξετάσει τη σχέση του με το κοινωνικό σύνολο που εκφράζεται με τη συγκεκριμένη μουσική. Καθώς η μουσική όπως και κάθε τέχνη, ακολουθεί και καταγράφει τη ζωή και τις συνήθειες.

Οι πληθυσμοί των περιοχών του Νότου και των νοτιοδυτικών περιοχών της Αμερικής στη δύση του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου είχαν σοβαρό πρόβλημα με την κατανάλωση αλκοόλ. Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι για τη σοβαρά συντηρητική χριστιανική τους ηθική, το να καταναλώνεις μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και οι συνέπειες αυτού ήταν κατακριτέες, αυτό συνέβαινε, ενδεχομένως και ως μια βαλβίδα εκτόνωσης. Εκτόνωση από την αφόρητη πίεση μιας ζωής σωματικού μόχθου, πενίας και καταπίεσης από τον θρησκευτικό κώδικα και βέβαια όπως αυτός εκφραζόταν στις κλειστές και απομονωμένες κοινωνίες.

Ο George Jones και η Tammy Wynette

Υπολογίζεται ότι το 1830 ο μέσος Αμερικανός από 15 ετών και άνω, κατανάλωνε εφτά γαλόνια (26.5 λίτρα) αλκοόλ ανά έτος. Ποσότητα τριπλάσια από τη σημερινή. Την επόμενη δεκαετία και λόγω της διαρκώς αυξανόμενης βίας που είχε ως αποτέλεσμα την κατάχρηση στο αλκοόλ -συχνά μάλιστα ενδοοικογενειακά, από τους άνδρες που έπιναν στα σαλούν κατά των συζύγων ή θυγατέρων τους- οι γυναίκες οργανώθηκαν και αντέδρασαν ιδρύοντας κινήματα που ζητούσαν από την πολιτεία -και την εκκλησία- να προωθήσει μέτρα για την εγκράτεια στο αλκοόλ. Κάπως έτσι οδηγηθήκαμε στην αμερικανική ποτοαπαγόρευση με νόμο τη δεκαετία του 1920.

Η κατανάλωση αλκοόλ γινόταν είτε ιδιωτικά με βαρέλια, και πήλινες νταμιτζάνες είτε δημόσια στο σαλούν της περιοχής. Πρωταγωνιστής της κατανάλωσης ήταν αρχικά το ρούμι -προερχόμενο από την Μ. Βρετανία και συνήθως κάκιστης ποιότητας, παλαίωση ενός blend λευκού ρουμιού από την Καραϊβική που αγοραζόταν μαζικά. Αντίστοιχο με εκείνο που χορηγούσε στα πληρώματά του το Βρετανικό ναυτικό.

Αργότερα όμως οι εισαγωγές σταμάτησαν και το κενό κάλυψε το αμερικανικό ουίσκι σίκαλης ή το μπέρμπον, τα οποία παρασκευάζονταν από αποίκους με καταγωγή από τη Σκοτία και Ιρλανδία, από σίκαλη και καλαμπόκι αντίστοιχα. Επίσης υπήρχε μπίρα που έφτιαχναν Γερμανοί άποικοι και την οποία αγόραζαν από ζυθοποιεία σε βαρέλια και τη σέρβιραν ζεστή στα σαλούν.

Το τζιν υπήρχε, αλλά φαίνεται ότι η κατανάλωση του δεν ήταν τόσο διαδεδομένη. Αυτό που όμως φαίνεται πως είχε διαστάσεις επιδημίας ήταν η κακή ποιότητα του αλκοόλ που τις περισσότερες φορές ήταν ιδιοκατασκευή με αμφίβολη ποιότητα υλικών και μεθόδων στην προσπάθεια να μειωθεί το κόστος του λόγω παραγωγής, μεταφορών, εισαγωγής, κοκ.

Στα παλιά τραγούδια που έχουν ηχογραφηθεί και αποτυπώνουν λαογραφικές πληροφορίες της εποχής, συνηθίζουμε να ακούμε για θανάτους για τους οποίους ευθύνεται λιγότερο ή περισσότερο το αλκοόλ είτε ως αποτελέσματα εγκληματικών ενεργειών υπό την επήρεια ή ατυχημάτων υπό την επήρεια. Το αλκοόλ δηλαδή αναφέρεται συχνά ως καταλύτης σε πράξεις ανθρώπων και συνέπειες. Το αρνητικό αυτό φαινόμενο λειτουργεί σε μια κοινωνία όπου η πλειονότητα μπορεί να ταυτιστεί με μια κατάσταση περιγραφής συναισθημάτων και διαθέσεων που σχετίζονται με την κατανάλωση αλκοόλ και ενδεχομένως σε ποσότητες. Κάτι ως lifestyle που όμως δεν είναι για ταύτιση.

Αργότερα εμφανίζονται ‘’drinking songs’’ στα οποία εξυμνείται η βαριά κατανάλωση αλκοόλ ως μέσο διασκέδασης των προβλημάτων της ζωής ή απόδρασης από την ρουτίνα και τη μιζέρια. Η δεκαετία του ’70, του ‘80 και του ‘90 ήταν γεμάτες από τέτοιου είδους στην κάντρι, πολλά από τα οποία αποτελούν σήμερα κλασικό ρεπερτόριο. Το παραπάνω φαινόμενο είναι πλέον ξεκάθαρα lifestyle και μάλιστα τώρα αρχίζει να γίνεται λαμπερό.

“I remember a girl from the Salvation Army
Walked into the barroom last night
Well, she took out her bible and sat down beside us
And proceeded to show us the light

Well, we must’ve been drunk
When we said we’d stop drinking
A double shot over the line
Oh, we had to be drunk
Lord what were we thinkin’
Well, we must have been out of our minds”

Merle Haggard & George Jones “We Must Have Been Drunk”

***

“They say this drinkin’ will kill me
I don’t know, oh Lord, it might be true
If I stop I’ll just die from your leavin’
So either way that I go, it’s ’cause of you

Death can come from this broken heart
Or it can come from this bottle
So why prolong the agony
Hey, bartender, I think I’ll hit the throttle”

Dwight Yoakam “This drinkin’ will kill me”

Τα τελευταία χρόνια έχουμε ακόμη μεγαλύτερη αναφορά σε αλκοολούχα ποτά, πολλές φορές και με την εμπορική τους ονομασία. Αυτό συμβαίνει αρκετές φορές και στρατευμένα, όταν δηλαδή ένα brand χρηματοδοτεί έναν καλλιτέχνη έμμεσα (ΣτΕ ή και άμεσα) προκειμένου να αναφερθεί στο προϊόν τους. Δηλαδή ο καλλιτέχνης δεν εισπράττει άμεσα, αλλά ένα μεγάλο μέρος του κόστους παραγωγής και κυρίως διαφήμισης του κομματιού χρηματοδοτείται από την εταιρεία του προϊόντος για να χρησιμοποιηθεί και ως μέρος της διαφημιστικής του καμπάνιας. Ακολουθώντας τα trends, δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις δημοφιλών καλλιτεχνών, οι οποίοι αποκτούν κάποιο signature αλκοολούχο προϊόν· ο Eric Church, ο Alan Jackson, o Jordan Davis, ο John Rich, οι οποίοι έχουν signature whiskey, ακόμα και ο Bob Dylan, του οποίου η σχέση του με την κάντρι είναι διαρκής αν και crossover.  Ο κατάλογος είναι μακρύς, με τους καλλιτέχνες που έχουν εισέλθει στη βιομηχανία των ποτών, με signature ουίσκι, τεκίλα, κρασιά και σπανιότερα ρούμι, προσφέροντας τη δυνατότητα στις εταιρείες να προωθήσουν ένα ακόμη προϊόν στον κατάλογο τους, το οποίο τις περισσότερες φορές διαφοροποιείται ελάχιστα από το κύριο προϊόν τους, και έχοντας ένα δυνατό χαρτί για το marketing τους. Εδώ πλέον το lifestyle έχει αποκτήσει και χορηγό.

Φυσικά από όλα αυτά δεν ήταν δυνατό να λείπουν οι περιπτώσεις καλλιτεχνών που έχουν υποφέρει από τον εθισμό στο αλκοόλ και βέβαια σε περιπτώσεις η κατάσταση αυτή αποτυπώθηκε και στη μουσική αλλά και στη δημοσιότητα λόγω της δημοφιλίας τους. Ο George Jones, ο Johnny Cash, ο Waylon Jennings, ο Glen Campbell, ο θρυλικός Hank Williams, όλοι έχουν υποφέρει από τον εθισμό τους στο αλκοόλ. Πολύ χαρακτηριστική και η περίπτωση του Billy Joe Shaver, ο οποίος επικαλέστηκε εθισμό στο αλκοόλ και σε άλλες ουσίες για να δικαιολογήσει τον πυροβολισμό ενός ανθρώπου στο πρόσωπο το 2007, στο Loraine του Texas. Μάλιστα, το περιστατικό έγινε τραγούδι από τον Dale Watson (Where do you want it), ενώ το ηχογράφησαν και οι Whitey Morgan and the 78’s. O Shaver επικαλέστηκε την πίστη του στο Θεό, η οποία τον βοήθησε κατά δήλωσή του να κόψει τις καταχρήσεις. Μάρτυρας υπεράσπισης μάλιστα ήταν ο 90χρονος πλέον φίλος του, Willie Nelson, ο οποίος είχε και αυτός μεγάλο πρόβλημα εθισμού στο αλκοόλ διαπράττοντας διάφορες απόπειρες αυτοκτονίας.

κάντρι

Ο Merle Haggard

Ερωτήματα που προκύπτουν από τη σχέση κάντρι – αλκοόλ

Θεωρώ ότι πέραν της μεγάλης δημοφιλίας της κάντρι αυτή τη στιγμή στην Αμερική, κάτι που φυσικά την κάνει να ακούγεται από όλους σχεδόν τους λευκούς Αμερικανούς από άκρη σε άκρη, η αναφορά στο αλκοόλ είναι σίγουρα μεγαλύτερη από ό,τι παλιότερα, ενώ το φαινόμενο διογκώνεται χρόνο με το χρόνο. Η μουσική γενικά (και ανεξάρτητα από τα είδη) δεν αποτελεί πλέον καταγραφή της ζωής, παρά απόπειρα να πιάσει με διάφορα hooks κάποια τάση και σε συνδυασμό με την κυκλοφορία της σε trending video σε διάφορα social media, να λάβει μεγάλη διάδοση. Και υπάρχουν δυο θεματολογίες που δεν βγαίνουν ποτέ εκτός μόδας και στιλ· το σεξ και το αλκοόλ. Σε όλους είναι επιθυμητή η ταύτιση με αυτά και κυρίως η προβολή αυτής της ταύτισης. Επίσης, το να παραμείνει κάποιος με ένα τραγούδι στην επικαιρότητα ήταν μια διαδικασία που τον καιρό της δισκογραφίας συντηρείτο από τρεις μήνες ως έναν χρόνο. Τώρα με τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες του scrolling των social media, το διάστημα αυτό έχει μειωθεί σε μερικές μέρες ως, στην καλύτερη περίπτωση, έναν μήνα, πριν η πλαδαρότητα της ραστώνης σκεπάσει οτιδήποτε μπορεί να είναι πιο ενδιαφέρον και να επιβάλλει αντίστοιχες ταχύτητες στην παραγωγή μουσικής και βίντεο.

Έτσι και αλλιώς η μουσική δεν λειτουργεί πλέον ως ένα πανίσχυρο μέσο αυτοπροσδιορισμού, όπως παλιά, αλλά ως συνοδευτικό στοιχείο σε κάποιο οπτικοακουστικό προϊόν και πολλές φορές με μικρή συμμετοχή στο τελικό αποτέλεσμα. Το ερώτημα που αναδύεται όμως είναι το εξής: Παλιά μαζί με τη μουσική, γινόταν και το αλκοόλ μέσο αυτοπροσδιορισμού με άσχημα ως και ολέθρια αποτελέσματα. Τώρα που η μουσική ως τέχνη μοιάζει να οπισθοχωρεί, θα συμβεί το ίδιο και με την κατανάλωση αλκοόλ ή θα εξακολουθήσει και θα αναπτυχθεί η τελευταία ρίχνοντας ταυτόχρονα φως και σε μια άλλη πιθανή ρίζα του προβλήματος;

 

1 Δεν υπήρχε τακτικό αστυνομικό σώμα στην επαρχία παρά μόνο Σερίφης, συχνά απών από τα καθήκοντά του.

2 Songsters ήταν πλανόδιοι μουσικοί με φορητά όργανα (συνήθως κιθάρες) που περιφέρονταν από πόλη σε πόλη διαθέτοντας τεράστιο ρεπερτόριο από διαφόρων ειδών και πολλές φορές και εθνικοτήτων τραγούδια τα οποία έπαιζαν είτε στο δρόμο ως buskers είτε σε saloon ως διασκεδαστές. Επειδή ο πληθυσμός ήταν ακόμη ανομοιογενής, οι songsters προσπαθούσαν να παίζουν κομμάτια που εξέφραζαν όσο πιο πολλούς μπορούσαν να καλύψουν, ώστε να πετύχουν κάποιο φιλοδώρημα. Για τους songsters ήταν θέμα υπερηφάνειας το πόσο μεγάλο ρεπερτόριο διέθεταν, και αρκετά κομμάτια σήμερα έχουν διασωθεί από αυτούς.

3 ”Country music wasn’t called that yet, but it was music of the country”.

*Ο Αργύρης Βασιλείου είναι κιθαρίστας, τραγουδιστής και ενορχηστρωτής. Έχει συμμετάσχει σε πλήθος μουσικών σχημάτων του alternative χώρου μεταξύ των οποίων Blue Side Band και ως sideman του Panos Birbas. Από προσωπικό ενδιαφέρον που εξελίχθηκε σε επαγγελματικό, μελέτησε ενδελεχώς και εξακολουθεί να παρακολουθεί στενά διάφορα μουσικά ιδιώματα όλης της αμερικανικής ηπείρου με ειδικότερο ενδιαφέρον στα blues και την country και τα rancheras του Μεξικού. Εκτός από τη μουσική και τα έγχορδα, αγαπάει τις γάτες, την καλή τεκίλα και το ρούμι της Βενεζουέλας, τα πούρα αλλά κυρίως τις συνθήκες που φέρνουν κοντά τους ανθρώπους για μια ωραία συζήτηση.

Ο Αργύρης Βασιλείου

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΥΤΟ ΕΓΡΑΨΕ

"Μουσική κάντρι: Μια ελεγεία της αμερικανικής υπαίθρου"

Guests

Δημοσιεύτηκε στις 16/01/2025