Για σένα πέφτω χαμηλά
Γιαννης Κοροβεσης•Articles
Ο μύθος λέει, πως αν δώσεις σε έναν μπάρμαν την απόλυτη ελευθερία να δημιουργήσει ένα κατάλογο κοκτέιλ, θα στον γεμίσει με σκουρόχρωμα, ανακατεμένα και όχι χτυπημένα στο σέικερ, σερβιρισμένα χωρίς πάγο κοκτέιλ και με αλκοολικά επίπεδα που μπορούν να ανάψουν φωτιά στο στόμα σου, μόνο και μόνο από το τσιγάρο. Δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα…
Θέλεις να οφείλεται στο γεγονός πως στα μισά του δρόμου που ο μέσος καταναλωτής θα μεθύσει, εμείς ακόμα θα συνεχίζουμε το ποτό χωρίς καν να έχουμε ζαλιστεί; Θες όλη αυτή η μανία με την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, μας έχει γίνει δεύτερη φύση; Θες η ανάγκη για επίδειξη κάποιες φορές, που μας «επιβάλλει» να πίνουμε ποτά ή σφηνάκια με 60 και 70% αλκοόλ; Σε κάθε περίπτωση, αν είσαι εταιρεία και θες να φτιάξεις το νέο αγαπημένο ποτό μας μην διανοηθείς να το εμφιαλώσεις κάτω από 50% αλκοόλ.
Βέβαια, εδώ που τα λέμε, τα ποτά και τα κοκτέιλ τα φτιάχνεις για τον καταναλωτή και όχι για τον συνάδελφο μπαρτέντερ που θα έρθει να πιεί στο μπαρ σου. Αυτόν πρέπει να έχεις κατά νου, και τις προτιμήσεις τού. Και όσο και αν αυτός έχει μυηθεί στα Νεγκρόνι, και στα Old Fashioned σου ακόμα, πιθανότατα θα εκτιμήσει περισσότερο ένα κοκτέιλ που θα σερβίρεται “long”, με πάγο δηλαδή, και ενδεχομένως με κάποιο αναψυκτικό (ginger ale, λεμονάδα, σόδα, κτλ)
Επιπροσθέτως, με τέτοιο ήλιο και ζέστη που κυριαρχούν τους περισσότερους μήνες του χρόνου στην Ελλάδα, αλλά και στις περισσότερες μεσογειακές χώρες πώς μπορείς και πίνεις Martini, Manhattan και τα συναφή, και να κρατιέσαι ενυδατωμένος; –δεδομένου ότι ήλιος και αλκοόλ ενισχύουν την αφυδάτωση. Μήπως ήρθε η ώρα να προσθέσεις στον κατάλογο με τα κοκτέιλ σού και κάποια με χαμηλότερο αλκοολικό δείκτη, κάποια low abv cocktails δηλαδή, όπως ευαγγελίζει με τις αρχές του εδώ και καιρό, το ρεύμα του Mediterranean Bartending;
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά, που θεωρώ πως θα έρθει σα σίφουνας και θα χτυπήσει, ελπίζω, και τα ελληνικά μπαρ, είναι τα κοκτέιλ με χαμηλό αλκοολικό βαθμό. Πρωτίστως, αυτά με βάση τα ενισχυμένα κρασιά. Βερμούτ, σέρι, πορτ, θεωρούνται όλα «ενισχυμένοι και αρωματισμένοι οίνοι» ή “vini aromatizzati” όπως το αποκαλούν οι πρωτοπόροι του είδους Ιταλοί. Άλλωστε, μετά τη μόδα με τα διαφορετικά σερβιρίσματα των «τζιν με τόνικ» που ξεκίνησε από την Ισπανία και εξαπλώθηκε και φυσικά σε συνδυασμό με τα ποιοτικά τόνικ που έχουν βγει στην αγορά, τα εξίσου περίεργα σερβιρίσματα «ενισχυμένο κρασί + τόνικ (+ κάτι άλλο)» έχουν ήδη αρχίσει και κατακλύζουν τα προχωρημένα μπαρ του εξωτερικού.
Σίγουρα δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τέτοιου είδους σερβιρίσματα ή κοκτέιλ μοιράζονται κι αυτά το μερίδιο τους στην τεράστια ιστορία του μπαρ. «Ο Μάρτιν πήρε το ποτήρι έκπληκτος, τοποθέτησε τα χείλη του στο καλαμάκι και έριξε τα μάτια επάνω του με έκσταση. Σταμάτησε μόνο όταν στο κύπελλο δεν είχε μείνει ούτε μία σταγόνα. Αυτή η θαυμάσια εφεύρεση κύριε, είπε, λέγεται cobbler». Η εφεύρεση αυτή που αναφέρει γραπτά ο Τσάρλς Ντίκενς στο «Η ζωή και οι περιπέτειες του Μάρτιν Τσάζλγουϊτ», δημοσιευμένο το 1.844 λέγεται Sherry Cobbler (σε συντομία Cobbler) και είναι όντως τόσο θαυμάσια, αν και τόσο απλή. Χτυπάς στο σέικερ σέρι, ζάχαρη και φέτες από εσπεριδοειδή και τα σερβίρεις μαζί με τριμμένο πάγο. Γαρνίρεις με μούρα εποχής, δυόσμο και ένα καλαμάκι. Το οποίο καλαμάκι μάλιστα λέγεται πως έγινε διάσημο εξαιτίας αυτού του ποτού!
Ένα άλλο ζήτημα που πρέπει να λάβεις υπόψιν είναι σίγουρα αυτό του “early drinking”. Πρακτικά, δεν δύναται να υπάρξει αν δεν πιείς ποτά και κοκτέιλ της συγκεκριμένης κατηγορίας. Διότι, αν ξεκινήσεις από το απόγευμα με «δυνατά» ποτά τότε σε δύο με τρείς ώρες θα έχεις βγει εκτός μαραθωνίου. Και έχουμε ξαναγράψει πως το early drinking απαιτεί την επικούρεια εκείνη διάρκεια που είχαν τα αρχαιοελληνικά ή τα ρωμαϊκά γεύματα όταν οι συνδαιτυμόνες αυτών νέρωναν το κρασί τους. Κάτι που πολύ αργότερα, κατά τη δυναστεία των Αψβούργων, καθιερώθηκε σαν σπριτζ (κρασί με νερό) και που με την ανακάλυψη της σόδας πέρασε σε επίπεδο τρέλας!
Για να μην αναφέρω την παραδειγματική προώθηση του Aperol, που περιέχοντας ακριβώς τη μισή αλκοολική δύναμη (11%) από το Campari και πολύ λιγότερη πικρίλα, κατόρθωσε να στρογγυλοκαθίσει σε ΚΑΘΕ τραπέζι μπαρ και καφετέριας στην Ιταλία και κυρίως στις απογευματινές ώρες μαζί με prosecco και σόδα, δημιουργώντας το πασίγνωστο πλέον Aperol Spritz! Άλλωστε διαθέτει και το τρίπτυχο της επιτυχίας: δεν μπορεί να κάνει κανείς λάθος φτιάχνοντας το, φτιάχνεται γρήγορα αφού δεν χτυπιέται στο σέικερ απλά βάζεις τα υλικά στο ποτήρι και μπορείς να πιείς 4-5 χωρίς να σε χτυπήσει το αλκοόλ… Για να μη μιλήσω για το κλασσικό ιταλικό aperitivo.
Καταλήγοντας, πρέπει επίσης να σκεφτείς και μία ακόμα τάση των ημερών, το πολυφορεμένο food pairing. Και ειδικά όταν αυτό εφαρμόζεται σαν υποκατάστατο του κρασιού σε μενού γευσιγνωσίας σε εστιατόρια. Γιατί όταν έχω να ταιριάξω ένα-δυο πιάτα με ένα-δυο κοκτέιλ, είναι καλά. Όταν όμως καλούμαι να βγάλω τα κάστανα από τη φωτιά, με ένα σετ από έξι, οκτώ ή δέκα πιάτα; Είναι δυνατόν να σερβίρω στον πελάτη μου δέκα κοκτέιλ με το δείπνο του; Πριν φθάσει στα κυρίως πιάτα θα έχει φύγει μπουσουλώντας από το εστιατόριο. Να λοιπόν άλλος ένας λόγος γιατί πρέπει να μάθεις να χρησιμοποιείς «ελαφριά» κοκτέιλ.
Άλλωστε ποιος δε θυμάται την τεράστια επιτυχία που σημείωσαν, ιδιαίτερα τη δεκαετία του 80’, η βότκα-λεμόνι, το ουίσκι-κόλα, το ουίσκι-σόδα, το τζιν-τόνικ; Ακόμα κι αυτά έχουν μικρότερη περιεκτικότητα σε αλκοόλ από τα «δυνατά» κοκτέιλ που σερβίρονται στα περισσότερα μπαρ. Και δεν λέω να επαναφέρουμε στη μόδα τις Αμίτες και την κόκα κόλα, αλλά αντιθέτως, με δεδομένη τη δημιουργικότητα των σύγχρονων μπαρτέντερ, να πειραματιστούμε με premium ή σπιτικά ή απλά πειραγμένα αναψυκτικά και να προσφέρουμε στον καταναλωτή την φρεσκάδα των υλικών, τη δροσιά της μπουρμπουλήθρας, την παράταση της πόσης και κατά συνέπεια την μέγιστη απόλαυση στο ποτήρι του.