Lindores Abbey: Σκοτσέζικο ουίσκι από το λίκνο της απόσταξης
Γιαννης Κοροβεσης•Articles
Χτισμένο ακριβώς στο σημείο που γεννήθηκε το σκοτσέζικο ουίσκι, στο Φάιφ των Lowlands της Σκοτίας, το νεότευκτο αποστακτήριο του Lindores Abbey (προφέρεται Λιντόρς Άμπεϊ), μόλις κατέφθασε στην Ελλάδα και υπόσχεται, αν μη τι άλλο, έναν «άερα» ιστορίας ή, όπως πολύ εύγλωττα το εξέφρασε ο Michael Jackson, «ένα προσκύνημα για κάθε ουισκόφιλο».
Όσοι έχετε ασχοληθεί έστω και στο ελάχιστο με το σκοτσέζικο ουίσκι, είναι πολύ πιθανό να έχετε συναντήσει σε αρκετά περιοδικά, σάιτ και μπλογκ την πρώτη επίσημα καταγεγραμμένη αναφορά απόσταξης σκοτσέζικου ουίσκι. Ένα γράμμα, μια απόδειξη από τον ίδιο τον Ιάκωβο Δ’, βασιλιά της Σκοτίας, το οποίο αξίωνε από τον μοναχό John Cors του αββαείου Lindores, την παραγωγή μιας μεγάλης ποσότητας ουίσκι. Όλα αυτά, εν έτει 1494!
Το αββαείο χτίστηκε το 1191 και λέγεται πως «φιλοξένησε» ουκ ολίγες ιστορικές στιγμές, όπως το πέρασμα του Ουίλιαμ Ουάλας, όταν το 1298, μετά τη μάχη του με τον Κόμητα του Πέμπροουκ και τον στρατό του, θέλησε να ξαποστάσει στο αββαείο. Το αββαείο καταστράφηκε το 1559, στο πλαίσιο της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης.
Το 1912, τα ερείπια του εν λόγω αββαείου, μαζί με μια φάρμα που βρισκόταν ακριβώς δίπλα, πωλήθηκαν στην οικογένεια των McKenzie Smith, Σκοτσέζων που ουδεμία σχέση είχαν με την παραγωγή ουίσκι. Όπως και απόγονοί τους, Drew και Helen McKenzie Smith, οι οποίοι, μια μέρα στις αρχές του 2000 έλαβαν ένα τηλεφώνημα από τον Michael Jackson, πάλαι ποτέ περιώνυμο συγγραφέα, δημοσιογράφο και ερευνητή σκοτσέζικου ουίσκι. Ο Jackson ζητούσε την άδειά τους για έρευνα στα ερείπια, ενόψει της έκδοσης ενός από τα βιβλία του.
Τότε ήταν που για πρώτη φορά είχαν την ιδέα για να χτίσουν ένα αποστακτήριο στο σημείο που είχε χαρακτηριστεί ως το λίκνο της παραγωγής σκοτσέζικου ουίσκι. Χρειάστηκαν άλλα δέκα χρόνια και ένα επενδυτικό πρόγραμμα 10 εκατομμυρίων λιρών, το οποίο περιλάμβανε ανασκαφές, αρχαιολογικές μελέτες στο σημείο και βέβαια την ανέγερση ενός σύγχρονου αποστακτηρίου με παραδοσιακές, ξύλινες δεξαμενές ζύμωσης (washback) από τη μία, αλλά και τρεις χάλκινους άμβυκες από την άλλη· ένας για την απόσταξη του βυνογλεύκους (Wash) και άλλους δύο, μικρότερους σε μέγεθος, για τη δεύτερη απόσταξη.
Το κριθάρι καλλιεργείται σε δύο γειτονικές φάρμες, το νερό που χρησιμοποιείται αντλείται από γεώτρηση της περιοχής, ενώ για τη ζύμωση, η οποία πλέον διαρκεί τουλάχιστον 118 ώρες (!) -συνήθως πέντε μέρες δηλαδή- επιστρατεύονται Lalvin ζύμες. Στα πλάνα τους βρίσκεται και η προσπάθεια αξιοποίησης ενός στελέχους ζυμομυκητών, το οποίο, σύμφωνα με το ερευνητικό πανεπιστήμιο Heriot-Watt στο Εδιμβούργο, υπάρχει από το 1494 απαράλλαχτο!
Ως επικεφαλής του αποστακτηρίου που το 2017 ξεκίνησε να αποστάζει και να γεμίζει τα βαρέλια του, εργάζεται ο Gary Haggart, με θητεία, στην ίδια θέση, στο αποστακτήριο του Cragganmore. Και μιας και έγραψα για τα βαρέλια του Lindores Abbey, να αναφέρω πως το πρότζεκτ του αποστακτηρίου δίνει πολύ πολύ μεγάλη σημασία στην ποικιλία των βαρελιών. Προμηθεύονται βαρέλια από όλο τον κόσμο, πολλών διαφορετικών τύπων και πραγματοποιούν πειράματα για τα μελλοντικά τους πρότζεκτ, αλλά προσφέρουν και την υπηρεσία της ωρίμασης σε ιδιώτες που το επιθυμούν.
Στα των μέχρι τώρα διαθέσιμων προϊόντων τους, από το 2021 που εμφιάλωσαν την πρώτη τους παρτίδα μέχρι σήμερα, θα βρείτε το βασικό Single Malt τους, χωρίς ένδειξη ηλικίας – αλλά τι κάνει νιάου, νιάου; – και με συνδυασμό αποσταγμάτων που έχουν ωριμάσει σε βαρέλια που πριν περιείχαν μπέρμπον, σε άλλα πρώην σέρι oloroso και κρασοβάρελα τύπου STR (βαρέλια που έχουν ξυστεί ελαφρά, έχουν ψηθεί και ξανακαεί εσωτερικά). Σε αυτό το Single Malt τους έχουν δώσει τον τίτλο MCDXCIV, δηλαδή, 1494 και αποτελεί τη μία από τις δύο ετικέτες που κατέφθασαν στην Ελλάδα.
Η σειρά με τίτλο «Casks of Lindores», η οποία προς το παρόν περιλαμβάνει τρεις διαφορετικές ετικέτες, αφορά σε περιορισμένης κυκλοφορίας παρτίδες ουίσκι, κάθε μία από αυτές να έχει ωριμάσει σε διαφορετικό τύπο ξύλου. Στην Ελλάδα εισήχθη η έκδοση με ωρίμαση σε βαρέλια butt που πριν περιείχαν σέρι oloroso.
Στο πλαίσιο της αειφορίας και της βιωσιμότητας που προωθούν οι ιδιοκτήτες του αποστακτηρίου, εμφιαλώνουν τόσο το νεαρό, βραβευμένο απόσταγμά τους (New Make), αλλά και μια συνταγή που την ονομάζουν Aqua Vitae, ένα ακόμη νεαρό απόσταγμα, στο οποίο έχουν εκχυλίσει βότανα και μπαχαρικά, στην προσπάθειά τους να αναδημιουργήσουν τη συνταγή του 1494.
Το Lindores Abbey διαθέτει και ένα πρόγραμμα μελών, το Preservation Society. Μέσα από τις συνδρομές των μελών, το ομώνυμο πρόγραμμα σκοπεύει στη συντήρηση, ανάπτυξη και διατήρηση του τόπου και των παραδόσεών του με δράσεις υπέρ της τοπικής τους κοινότητας.
Όπως έγραψα και παραπάνω, στην Ελλάδα εισάγονται από την CAVA ANTHIDIS το Lindores Abbey 1494 και το Sherry Butt της σειράς ‘’Casks of Lindores’’. Πρόκειται για νεαρά, τρίχρονα ουίσκι Single Malt, πλην όμως αρκετά εκφραστικά, στιβαρά -βοηθά και ο αλκοολικός βαθμός τους (46% και 49,4% αντίστοιχα)-, φρουτένια και χωρίς ίχνος τύρφης. Στο MCDXCIV η μύτη χαρίζει απλόχερα αχλαδόμηλα, λίγους ξηρούς καρπούς και μια ελαφριά βοτανικότητα, παρέα φυσικά με την έντονη αίσθηση της βύνης, ενώ στο Sherry butt θα συναντήσετε τα γνωστά και μη εξαιρετέα αρώματα του oloroso σέρι, σύκα, χουρμάδες, δαμάσκηνα, φουντούκια, μαζί με την αρωματική αίσθηση του ξύλου, όλα αυτά, μέσα από μια εκπληκτική χρωματική απόχρωση και λίγο μακρύτερη επίγευση.
Αν σε αυτά προσθέσετε την κατά τη γνώμη μου εξαιρετική σχέση ποιότητας-τιμής, όλο το ιστορικό background και την ομολογουμένως πολύ όμορφη -και διαφορετική- φιάλη, τότε πρόκειται περί πολύ καλής πρότασης!