La Llorona
Guest•Guests
Nessun Dorma: κανείς να μην κοιμηθεί.
Ιστορίες από νύχτες που ξεκαθαρίζουν το ξημέρωμα.
της Ηλέκτρας Ελληνικιώτη
Μόνο ξυπόλητη. Πάντα ξυπόλυτη. Στο σπίτι ξυπόλητη, στο μπαλκόνι ξυπόλητη. Και άβαφτη.Με ενα μικρό δαχτυλίδι στον παράμεσο του αριστερού χεριού. Δάχτυλα μακριά και λεπτά.
Γοφοί τόσοι, όσοι. Σαν υπόνοιες ερωτικού χορού. Μονίμως ελαφρώς χαμογελαστή.
Δέρμα σταρένιο, χείλη στο χρώμα του δαμάσκηνου. Γεννημένη μες στη μέση του Μαϊου, η μάνα της συνηθίζε, όταν ήταν μικρή, να την αποκαλεί “η καλοκαιρινή μου υπόσχεση”.
Στα νιάτα της βρωμοκοπουσε υγεία. Και ιδρωμένη τρυφερότητα. Όλο χυμούς και χάδια.
Α,ναι. Και αυτόφωτη. Φωτεινή σα νόθο του ήλιου.
Κάποτε, κάποιος την ερωτεύτηκε παράφορα. Περνούσε μια μέρα κάτω απ’το σπίτι της κι αυτή βρισκόταν στο μπαλκόνι, καθισμένη με τα πόδια στο κάγκελο.
Μεσημέρι στις αρχές του Σεπτέμβρη,
με μια φέτα ανανά στο χέρι, έκοβε μεγάλες μπουκιές και τις μασούσε αργά,σιγομουρμουρίζοντας κάποιο σκοπό. Από εκείνο το μεσημέρι,αυτός περνούσε κάθε μέρα κάτω απ’το σπίτι της. Και είκοσι μέρες μετά, χρειάστηκε να περιμένει ένα ολόκληρο απόγευμα έξω απ’την πόρτα του σπιτιού της, ώσπου να βγει και να της πιάσει την κουβέντα. Κι όταν επιτέλους αυτή βγήκε,την πλησιάσε βιαστικά και αμήχανα και της είπε:
“δωσ΄μου 20 λεπτά,μόνο 20 λεπτά, σε παρακαλώ”.
Εκείνη τον κοίταξε έντονα χωρίς να μιλήσει για κάμποσα δευτερόλεπτα, που εκείνου του φάνηκαν ώρες κι έπειτα ράγισε τη σιωπή της με μια λέξη. “Εντάξει”.
Μπήκαν στο καφενείο της γειτονιάς,έξω κουφόβραση, μέσα παππούδες και φοιτητές ανακατεμένοι, τράπουλες, μπυρες, τούρκικοι καφέδες, πολιτικές συζητήσεις, ζάρια, τσιγάρα, αναπτήρες.
Εκείνη είχε καρφώσει τα μάτια της επάνω του και καλά – καλά δεν ανοιγόκλεινε ούτε τα βλέφαρά της. Εκείνος ίδρωνε και καιγόταν, προσπαθώντας να βρει δυο λέξεις έστω, για να αρχίσει.
Τους πλησίασε η σερβιτόρα σαν άλλος απο μηχανής θεός και τότε εκείνος ανέπνευσε ανακουφισμένος.
“Τι θα πιείς;” τη ρώτησε.
Μισάνοιξε τα χείλη της,σε μια υπόνοια χαμόγελου -εκείνος πέθανε για λίγο- και του απάντησε:
“Τεκίλα.”
Έπιναν όλο εκείνο το βράδυ. Πάνω στο τραπέζι τους άδεια, μικρά, νεκρά πιατάκια με πολύχρωμα ζουμιά.Στο ένα τα υγρά από δυο φράουλες. Στο άλλο ζουμιά από τέσσερις φέτες πορτοκάλι. Σε ένα τρίτο οι χυμοί από πέντε κομμάτια ανανά. Όλο το βράδυ αυτός παρήγγελνε τεκίλα κι εκείνη φρούτα. Καθόταν και την κοιτούσε χωρίς να μπορεί να βγάλει λέξη.
Η σερβιτόρα έφερε άλλα δυο ποτήρια τεκίλα κι ένα πιατάκι με ανανά κι έφυγε.
“Το ξέρεις πως στα μεξικάνικα το βωλβό που βγαίνει η τεκίλα τον λένε piña; Piña, σα να λέμε ο ανανάς της” του είπε γελώντας.
“Piña, σα να λέμε η καρδιά της” της απάντησε εκείνος.
Εκείνη δεν το σχολίασε.Αντ’ αυτού ξεχάστηκε να χτυπάει με τα μακριά της δάχτυλα το ρυθμό ενός πάσο ντόμπλε στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού.
Από εκείνο το βράδυ, εκείνος αγόραζε ανανάδες, τους έκοβε στη μέση, έσκαβε μια στρογγυλή τρύπα στο κέντρο τους και σφήνωνε μέσα στην καθε τρύπα από ένα ποτήρι. Πήγαινε κάτω απ’το σπίτι της,της σφύριζε το πρώτο μέτρο απ’το malagueña salerosa κι εκείνη κατέβαινε. Κάθονταν στο απέναντι παγκάκι κι όλο το βράδυ έτρωγαν piña κι επιναν tequila. Κι εκείνος στο τέλος κάθε νύχτας αναρωτιόταν τι γεύση να είχαν τα χείλη της εκείνη την ώρα. Άραγε να είχαν την καυτή και ταγκή γεύση του ποτού; Ή τη γλυκιά και κολλώδη γεύση του φρούτου; Ποτέ όμως δεν έβρισκε το θάρρος να μάθει. Κι έμεναν έτσι, ο ένας απέναντι στον άλλο να πιπιλάν κίτρινα κομματάκια βουτηγμένα στην αγαύη. Και μόνο πολύ καιρό μετά κατάλαβαν πώς έτρωγε και πιπιλούσε ο ένας την καρδιά του άλλου και όχι ανανά.
Ένα βράδυ, που τους είχε τελειώσει η τεκίλα κι είχε μείνει μόνο ανανάς, εκείνος ξεχάστηκε -ίσως και να μην πρόλαβε να σταματήσει τον εαυτό του- και το είπε.
Το είπε σκληρά και γρήγορα. Το είπε κάπως άγαρμπα -σαν από πριν θιγμένος που δε θα την άκουγε να του απαντάει “κι εγώ”.
Εκείνη κατάπιε, έγλειψε τα χείλη της, πλησίασε και τα ακούμπησε πάνω στα δικά του. Δεν τον φίλησε -μονάχα τον ακούμπησε. Υστερα απομακρύνθηκε λίγο, γέλασε πνιχτά και του ψιθύρισε
“Tengo en mis labios el sabor de tu piña..”
Το επόμενο πρωί, ξύπνησε θιγμένος και πληγωμένος. Είχε πει σε μια γυναίκα “σ’αγαπώ” και αυτή του απάντησε ότι τα χείλη του είχαν τη γεύση του ανανά. Εκείνος την αγαπούσε και αυτή τον κορόιδευε.
Το βράδυ εκείνο τον περίμενε ως αργά. Αλλά δεν ήρθε. Ούτε το επόμενο. Ποτέ ξανά δεν το άκουσε να σφυρίζει κάτω απ’το μπαλκόνι της. Ποτέ ξανά δεν έφαγε ανανά.
Παντρεύτηκε έναν κάποιον άλλο, που δεν της είπε ποτέ “σ’αγαπώ”.Αλλά της έκανε γερά παιδιά και πέθανε νεός. Δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ. Πριν μια βδομάδα, μπήκε στο καφενείο να πιεί έναν καφέ. Πίσω της τέσσερις παππούδες έπαιζαν πρέφα. Δίπλα της ένας μπαμπάς με τους δυο γιους του, πίνανε πορτοκαλάδα. Και στο βάθος του καφενείου εκείνος, γκριζαρισμένος και μόνος. Κάπνιζε και διάβαζε “Το Κουτσό” του Κορτάσαρ. Τον αναγνώρισε από την πρώτη στιγμή. Τελείωσε τον καφέ της,άφησε τα κέρματα στο τραπεζάκι, σηκώθηκε και τον πλησίασε. Στάθηκε μπροστά του και σφύριξε το πρώτο μέτρο απ’το malagueña salerosa. Έπεσε σιωπή. Σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε.
“Δεν ξαναήρθες ποτέ” του είπε.
“Γιατί να ξαναέρθω;Για τη γεύση του ανανά;” της απαντησε.
“Όχι.Για τη γεύση της καρδιάς.”
Δεν της απάντησε. Κάθισε στην καρέκλα δίπλα του.
“Tengo en mis labios el sabor de tu piña. Έχω στα χείλη μου τη γεύση της καρδιάς σου.Εσύ μου το είχες πει, θυμάσαι;Piña σημαίνει καρδιά” συμπλήρωσε εκείνη.
Ντράπηκε. Έχασε τα λόγια του. Δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Αλλά και δε χρειάστηκε. Γιατί εκείνη σηκώθηκε κι ετοιμαζόταν να φύγει, όταν τους πλησίασε η σερβιτόρα σαν άλλος απο μηχανής θεός κι εκείνος ανέπνευσε ανακουφισμένος.
“Τι θα πιεις;” τη ρώτησε.
Μισάνοιξε τα χείλη της, σε μια υπόνοια χαμόγελου -εκείνος πέθανε για λίγο- και του απάντησε:
“Τεκίλα”.