Κύριος
Θυμιος Βουλγαρης•Bittersweet
«Για να το ξεκαθαρίσω, εμείς δεν είμαστε κοκτέιλ μπαρ» ήταν μια από τις πρώτες φράσεις του Πασχάλη Καψάλη, μπαρτέντερ του «Κύριος», αφού μου είχε πρώτα δημιουργήσει το χώρο που χρειαζόμουν για να απλώσω το σημειωματάριο, το κινητό και το μαύρο στυλό που χρησιμοποιώ πάντα για να καταγράψω τις εντυπώσεις από τις περιπέτειές μου στα μπαρ.
Σχήμα οξύμωρο, σχεδόν, ταυτόχρονα όμως πολύ λογικό. Το «Κύριος» έχει βέβαια, λίστα κοκτέιλ και μάλιστα πολύ αξιόλογη. Και ο Πασχάλης, με αυτό που είπε, δεν εννοούσε ότι σνομπάρουν τον όρο, ούτε ότι δεν έχουν εμβαθύνει στο ανακάτεμα ποτών και άλλων αρωματικών και ευγενών –ή μη– συστατικών, προς δημιουργία εύγευστων αναμειγνυολογημάτων.
Το μπαρ, πίσω από τη μαρμάρινη, σχεδόν εκτυφλωτικά φωτισμένη, μπάρα του οποίου σερβίρει μεθοδικά τα ποτά του ο Καψάλης, ανήκει στην, αρκετά μικρή, εκείνη κατηγορία ευαγών ιδρυμάτων της πόλης μας, τα οποία θα χαρακτήριζες, «ιδιαίτερα». Γνωρίζω πόσο κλισέ και γενικόλογος είναι ο χαρακτηρισμός αυτός, όμως, πιστέψτε με, πατώντας το πόδι σας από το πεζοδρόμιο που φιλοξενεί το ανθοπωλείο της Πλατείας Μαβίλη στο εσωτερικό του μπαρ και πριν εμβαθύνετε στα υπόλοιπα μηνύματα που λαμβάνει το μυαλό, το «ιδιαίτερο» μάλλον θα είναι η πρώτη λέξη που θα κατρακυλήσει στο στόμα.
Τα μάτια στη συνέχεια θα κατευθυνθούν αριστερά, στον μεγάλο καθρέφτη που τρέχει κατά μήκος όλου του μαγαζιού – εν είδει επιτοίχιας διακόσμησης, πρόσκλησης για αυτοθαυμασμό και παράλληλα εξαιρετική διαφήμιση για τη ντελικάτη ταπετσαρία, τα ζωγραφιστά πτηνά της οποίας παραπέμπουν σε ένα μεταμοντέρνο, decadent μπαρ ξενοδοχείου την Ινδοκίνα. Σαν απομεινάρι, ξαναγυαλισμένο και παραδομένο και πάλι για απολαυστική χρήση σε πελάτες με λανθάνουσες επιθυμίες.
Κυρίως, Κύριος
Και φτάνεις στα πακτωμένα στο έδαφος ταμπουρέ. Ναι, βιδωμένα. Άβολα, σκέφτεσαι αρχικά. Στη συνέχεια διαπιστώνεις πως βοηθά στο να ακουμπάς στην παρέα σου. Γιατί, τάχα μου, δε χωράς. Ναι καλά… Ας μην είχε αυτή την επιδερμίδα. Ή τα μάτια. Ή τις φακίδες. Ή…
«Να ξεκινήσω από τα χαμηλά στο αλκοόλ» αποφάσισε να με συμμορφώσει ο Πασχάλης. Και τα σιφόν πήραν φωτιά. Γιατί στο «Κύριος» δε χρησιμοποιούν σέικερ. Ω, ναι. Δεν ξέρω αν είναι σνομπισμός ή άποψη. Πάντως δε θα δείτε έντονες κινήσεις πίσω από το μπαρ. Τα περισσότερα δημιουργήματα, καθώς βασίζονται στην ανάμειξη και μόνο, είναι σχεδόν χορογραφημένα. Γεγονός που σε βοηθά στο να χαζέψεις τα βαλσαμωμένα ζώα πάνω από τα ράφια των ποτών, στην πλάτη των μπαρτέντερ, ή να σκύψεις να μυρίσεις φρεσκολουσμένα μαλλιά…
Orange Wine, μου αναγγέλθηκε, πριν προλάβω να ολοκληρώσω και η τζούρα τελικά ήταν από το αναψυκτικό, με την κυριολεξία της λέξης, blend από Βιδιανό, Cocchi, bitters εσπεριδοειδών και υδρόμελο. Ένα, «ενισχυμένο» κρασί, ουσιαστικά, χαμηλά αλκοολικό που θα μπορούσε να σερβιριστεί ένα απόγευμα Ιουνίου σε μια βεράντα με θέα τη θάλασσα. Ίσως στην Κέρκυρα.
The Bishop, στη συνέχεια, όπου το μείγμα κρασιού Μερλό, μελιού, μπράντι, βερμούτ, μπαχαρικών, πορτοκαλιού, λεμονιού, ροζ γκρέιπφρουτ και λάιμ, έδεναν σε μια απολαυστική κρύα εκδοχή του Gluhwein.
Το Prosecco Cocktail, εγώ το δοκίμασα με φρέσκο χυμό μήλο, λάιμ και ζάχαρη. Όμως αυτόν τον παχύρευστο εθιστικό, αδιόρατα αλκοολικό «χυμό» τον αλλάζουν, ανάλογα με τα φρούτα που ευδοκιμούν κάθε εποχή. Υποσχέθηκα να το δοκιμάσω και με ώριμα ροδάκινα.
Foggy Day στη συνέχεια, ένα κρεμώδες, με γεμάτο σώμα, αρωματισμένο με τη μαστίχα Skinos, κοκτέιλ, στο οποίο ο αφρός γιαουρτιού, το μέλι και ο βασιλικός, το κάνουν να αγγίζει τα όρια του επιδόρπιου.
Το Manhattan τους είναι κλασικό, πικρό, βερμουτένιο και σερβίρεται σε vintage coupette από τα ‘40s.
Κλείσαμε με ένα Sir Negroni, μια παραλλαγή του κλασικού, με το Campari να ενισχύεται εδώ με δύο τζιν, Cocchi di Torino και Mancino Chinato βερμούτ. Ένα ωραίο, στρογγυλεμένο ποτό, ελαφρώς πιο πολύπλοκο από τη βασική συνταγή.
Κύριος, λοιπόν. Πολλά τα λογοπαίγνια που θα μπορούσαν να γίνουν. Δεν θα του ταίριαζε κανένα. Κρατάω κάτι που είπε η παρέα μου: «Ένα αντρικό μπαρ, με θηλυκή ψυχή».
All photos by Artemis Tsipi