Κι ο μπάρμαν τη δουλειά του
Αχιλλεας Αναστασοπουλος•Αλκοολη
Συζητούσα τις προάλλες με ένα φίλο που έχει ένα μαγαζί με speciality coffee, στο οποίο αράζουμε συχνά, για την πιθανότητα να το “κρατάμε” ανοιχτό και μετά τις 20.00 το βράδυ, σερβίροντας ποτά. Του είπα ότι θα μπορούσα να καθίσω εγώ πίσω από τη μπάρα. Όχι βέβαια για να σερβίρω κοκτέιλ, από που κι ως που, αλλά αν κάποιος επιθυμεί αν πιεί ένα απόσταγμα ή κρασί, έστω και όχι από τα πιο εξεζητημένα, γίνεται. Όπως άλλωστε και με τη μπύρα, εκεί όπου ανοίγεται πεδίο λαμπρό, έστω και σε περιορισμένο χώρο, τίποτα δεν σε εμποδίζει να έχεις ας πούμε, τις τρεις διαφορετικές Grimbergen καλύπτοντας κάθε γούστο. Πέρα από το αν κάτι τέτοιο θα ήταν στην πράξη εφικτό ή όχι, αναμφίβολα με έβαλε σε διάφορες σκέψεις. Στο μυαλό μου άλλωστε, μάχονται συνεχώς δύο διαφορετικά αντικρουόμενες σκέψεις. Αφενός ότι ποτέ δεν ξέρεις που θα σε οδηγήσει η ζωή και πρέπει να είσαι έτοιμος να δεχθείς νέα πράγματα στη ζωή σου (και να τα φέρεις σε πέρας), αφετέρου ότι ο καθένας μας καλό είναι να κάνει τη “δουλειά του”, αυτό δηλαδή που ξέρει καλύτερα.
Με άλλα λόγια, όπως δεν θεωρώ ότι μπορεί να πάει ο καθένας να δικηγορήσει, έτσι δεν θεωρώ ότι μπορεί ο καθένας να ζωγραφίσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ίσως το ποδόσφαιρο. Υπάρχουν πολλές παράμετροι που κρίνουν μια επαγγελματική καριέρα, ταλέντο, τύχη, ικανότητα, συγκυρίες, αλλά όπως και να το κάνουμε ρε παιδιά, όσο και να προπονηθεί αυτός ο δύσμοιρος ο Ανατολάκης, δεν θα γινόταν ποτέ Ρονάλντο. Από την άλλη, αυτά τα “Έλα μωρέ, αυτά τα κάνει και παιδάκι” μπροστά σε ένα πίνακα του Καντίνσκι, δεν τα δέχομαι. Ίσα-ίσα, θεωρώ ότι είναι μια παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας που σε μεγάλο βαθμό μας έφερε εδώ που μας έφερε -μεταξύ πολλών άλλων βεβαίως.
Είναι δύσκολες μέρες για όλους μας γενικά. Για μένα είναι σχεδόν αδύνατο να βάλω το μυαλό μου να δουλέψει ανεξάρτητα από όσα συμβαίνουν γύρω μου. Ως εκ τούτου, μου είναι και σχεδόν αδύνατο να γράψω. Ούτε για αυτοκίνητα θέλω να γράψω, ούτε για ποτά. Η αγωνία για το μέλλον μου και το μέλλον της χώρας κυριαρχεί παντού και εξαντλεί κάθε δύναμη. Έχω ρητή εντολή να μην πολιτικοποιήσω τις κουβέντες εντός του site και θα το σεβαστώ -έτσι κι αλλιώς από τα social media είναι ξεκάθαρο ποια είναι η θέση μου. Οφείλω όμως να πω ότι ζηλεύω τους συμπολίτες και φίλους εκείνους που είναι “χαλαροί”. Αν μάλιστα αυτό γίνεται από άποψη, συνειδητά, και κατόπιν επεξεργασίας εγκεφαλικής, τότε τους θαυμάζω κι όλας, αφού θεωρώ ότι είναι κατόρθωμα και θέλει μεγάλη δύναμη να τιθασεύσεις τα ένστικτά σου.
Έκανα αυτή την παρένθεση, και τη συνδέω αμέσως με το υπόλοιπο κείμενο, επιστρέφοντας στην ιστορία της πρώτης παραγράφου. Είχα αμφιβολίες αλλά όχι ενδοιασμούς για το αν θα μπορούσα να “σταθώ” ικανοποιητικά πίσω από τη μπάρα. Δεν είχα κανένα πρόβλημα με τη δουλειά ή με τα οργανωτικά θέματα. Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να ξεκινήσω με τα πολύ βασικά, προσφέροντας σε χαλαρούς ρυθμούς εξυπηρέτηση με τα πολύ βασικά στοιχεία ενός μπαρ, δηλαδή κυρίως το αλκοόλ. Πλην όμως, γρήγορα συνειδητοποίησα ότι υπάρχει και ο παράγοντας “φιλοξενία”. Θα μπορούσα άραγε να προσφέρω στους πελάτες μου αυτό το αγαθό;
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, σίγουρα ναι. Με έλουσε όμως κρύος ιδρώτας όταν κατάλαβα ότι οι συνθήκες πίσω από μια μπάρα, σπανίως είναι φυσιολογικές. Στη δουλειά σου, καλείσαι ούτως ή άλλως να μην επιτρέψεις στην προσωπική σου διάθεση να σε επηρεάσει. Όταν έχεις μάλιστα να κάνεις με κόσμο, αυτό έχει διπλή σημασία, μια και δεν υπάρχει απλά η δική σου ψυχολογία και διάθεση την κάθε στιγμή, αλλά και του πελάτη. Οι αντοχές πρέπει να είναι διπλές. Κάπως σαν το τρακάρισμα. Ένα αυτοκίνητο πέφτει σε σταθερό εμπόδιο με 50 km/h, αλλά σε ένα κινούμενο από την αντίθετη κατεύθυνση όχημα, οι ταχύτητες προστίθενται. Στο δε μπάρμαν, που ο πελάτης ενδέχεται να είναι και πιωμένος, οι αντοχές πρέπει να είναι ακόμα και τριπλές και τετραπλές…