Κάτι σαν απολογισμός με αφορμή ένα ποτήρι (ή ένα μπουκάλι) ακόμα. Το ρήμα « πίνω » στο προσκήνιο.
Guest•Guests
της Ευθυμίας Γιώσα*
Μήπως, τελικά, εκείνο που εμπλουτίζεται κάθε χρονιά δεν είναι οι γευστικές εμπειρίες από τις νέες ετικέτες, αλλά ο τρόπος με τον οποίο πίνω;
Αναρωτιέμαι αν μπορώ να μετατρέψω το παραπάνω ερωτηματικό σε τελεία ενώ δοκιμάζω ένα Talisker Skye και παράλληλα γράφω αυτό το κείμενο – το ρήμα πίνω ως συνοδευτικό και όχι ως κυρίως.
Προφέρω το ρήμα πίνω. Δισύλλαβο και κοφτό. Έχει κάτι ένρινο και κάτι χειλικό, ό,τι πρέπει για να αρχίσει να προετοιμάζεται η γεύση και η όσφρηση. Είναι φορές που το λέω και παίρνει τη θέση απάντησης, άλλες εκείνη της διευκρίνισης και κάποτε της δικαιολογίας.
Σχεδιάζω το ρήμα πίνω. Για κάποιον καλεσμένο στο σπίτι. Πηγαίνοντας στην κάβα και ψάχνοντας για ώρα ή απλώς ζητώντας με απόλυτη σιγουριά μια δοκιμασμένη ετικέτα. Κάνοντας γευστικούς πειραματισμούς. Τελευταία στιγμή ή μέρες πριν. Με τον χάρτη της Google ανοιχτό σε κάποιο tab για να βρεθεί ένα νέο μπαρ (χωρίς δυνατή μουσική, αν είναι δυνατόν, για να μπορούμε να συζητήσουμε όσοι είμαστε οπαδοί της διαλεκτικής). Βάσει παρέας, βάσει τιμής, βάσει διάθεσης.
Δοκιμάζω το ρήμα πίνω. Βράδυ Σαββάτου εκεί όπου ο μπάρμαν πετάγεται να πάρει μαύρη σοκολάτα από το περίπτερο για να συνοδέψει το (πολυαγαπημένο) Caol Ila – ένας άλλος φάνηκε πιο προνοητικός και σέρβιρε το (εκπληκτικό) Cotswolds (το πράσινο, που είναι και single malt και cask-strength) με δαμάσκηνα, μαύρη σοκολάτα και μια μικρή… γαλατιέρα με λίγο νερό. Μια τυχαία Πέμπτη στο μπαλκόνι ενώ έχει νυχτώσει. Κατά κύριο λόγο χωρίς πάγο. Σε μια γιορτή. Σε μια επίσκεψη. Στην τελευταία τελετή. Τον χειμώνα με κουβέρτα και ταινία (εντάξει, ή σειρά). Το καλοκαίρι στο θερινό (προφανώς μπίρα, γιατί τι άλλο; Δηλαδή δε χρειάζεται να την αγαπάει κανείς για να την πιει ενώ παρακολουθεί μια ταινία Ιούλιο μήνα στο κέντρο της Αθήνας). Μετά το θέατρο. Στο συνεργατικό μαγαζί της γειτονιάς, μεσημέρι, για χύμα τσίπουρο ή κρασί και τον σχετικό (ή όχι) μεζέ (αλλά και για ένα ταπεινό Bushmills, τα έχουμε πει ήδη αυτά). Χωρίς παρέα. Με αργό ρυθμό. Μετά το μπάνιο στη θάλασσα. Στη βραδινή βόλτα στο νησί, αλλά και πριν, στο κατάστρωμα του πλοίου, εκείνου που φτάνει στο λιμάνι μετά τα μεσάνυχτα (προφανώς πάλι μπίρα, τι άλλο;). Σε μια παμπ. Σε ένα από αυτά που θα έλεγε κανείς «καλά εστιατόρια». Στο παγκάκι. Όρθια, περιμένοντας το μετρό στο αεροδρόμιο – από το μπουκαλάκι των 50 ή των 100 ml, γιατί δεν περνάνε αλλιώς είκοσι λεπτά αναμονής μέσα στο κρύο. Μαζί με τον Αλέκο, στην πίσω αυλή, καθώς παίζουμε πινάκλ. Ανυπομονώντας για ένα μήνυμα, για την επόμενη μέρα, για ένα αποτέλεσμα. Γελώντας ή κλαίγοντας.
Σερβίρω το ρήμα πίνω. Στο ποτήρι που του ταιριάζει κάθε φορά, αυτό είναι το ιδανικότερο, βεβαίως. Άλλο που εγώ έχω βάλει ποτό ακόμη και σε… φλιτζάνι του καφέ. Το τζιν την έχει γλιτώσει, τουλάχιστον προσώρας – και ίσως γιατί δεν έχω αγοράσει ποτέ ένα μπουκάλι τζιν για το σπίτι.
Τακτοποιώ το ρήμα πίνω. Με το βαμμένο σκούρο κόκκινο πώμα ή με το άλλο, το βιδωτό. Εκτός ή εντός ψυγείου. Στην κουζίνα –ακόμη και τα άδεια μπουκάλια μπορούν να έχουν τη θέση τους κι αυτή είναι κάτω από τον νεροχύτη–, στο σαλόνι –σε εκείνο το έπιπλο που κάνει έναν χαρακτηριστικό ήχο όταν ανοιγοκλείνει–, στο υπόγειο.
Περιγράφω το ρήμα πίνω, γιατί καλές οι δοκιμές, αλλά πρέπει να δείχνουμε σεβασμό στα γούστα μας. Για να τα έχουμε, κάτι ξέρουμε.
Ζω με το ρήμα πίνω. Διατρέχω όσες στιγμές μοιράστηκα μαζί του όπως ο Μάιλς (στο Πλαγίως του Πέιν) τους αμπελώνες της Καλιφόρνιας και διαπιστώνω ότι, όσο περνάει ο καιρός, πίνω όλο και πιο συνειδητά, όλο και λιγότερο αφηρημένα, όλο και πιο βέβαιη ότι ένα καλό ποτό είναι μια μοναδική απόλαυση. Γι’ αυτό, Αϊ-Βασίλη (!), κάνε να μη χρειαστεί να το κόψω μια μέρα.
*Εν αρχή, ήταν Μάιος του 1991 όταν η Ευθυμία Γιώσα γεννήθηκε στα Ιωάννινα. Σπούδασε βιολογία και βιοπληροφορική, προσώρας κυκλοφορούν δύο βιβλία της, ενώ ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να βρει διάφορα κείμενά της στο διαδίκτυο. Λόγω καταγωγής, έχει αδυναμία στο τσίπουρο (και σε ό,τι το θυμίζει), έχει ανοίξει έναν σεβαστό αριθμό μπουκαλιών με κρασί, ενώ ξεκίνησε να πίνει ουίσκι αφότου είδε το «Μερίδιο των αγγέλων».