Κατακαλόκαιρο
Αχιλλεας Αναστασοπουλος•Αλκοολη
Οδηγούσε μόνος του, για να ξεσκάσει, κατακαλόκαιρο, μέσα Αυγούστου, με ζέστη. Πολλή ζέστη. Είχε φύγει με το αυτοκίνητο να πάει στην πόλη, στο σουπερμάρκετ, να πάρει βούτυρο, λεμόνια και λάιμ. Βούτυρο για να αλείφουν οι άλλοι τις παρέας το πρωί τις φρυγανιές τους, λάιμ για να τους φτιάχνει μοχίτο και λεμόνι για να βάζει φλούδα στο Νεγκρόνι του.
Τόσο κόπο είχε κάνει να κουβαλήσει μαζί του όλα τα εξαρτήματα και τις πρώτες ύλες, ώστε να πίνει ένα κοκτέιλ της προκοπής, δε γίνεται χωρίς φλούδα λεμονιού να ευωδιάζει το ποτό…
Στη μεγάλη ευθεία, είχε κατά νου να πηγαίνει σταθερά με 99 χιλιόμετρα, αυτό ήταν το παιχνίδι του από τότε που πήραν αυτοκίνητο με ψηφιακό κοντέρ.
Η άσφαλτος άχνιζε από τη ζεστή, δημιουργώντας ένα διάφανο αδιόρατο παραπέτασμα, κάτι μεταξύ αντικατοπτρισμού και αντανάκλασης της πραγματικότητας..
Στο βάθος της ευθείας είδε τη φιγούρα μιας μεγάλης λευκής νταλίκας. Τετράγωνη και επιβλητική, ήταν μακριά. Του φαινόταν ακίνητη, παρότι ήξερε ότι ζύγωνε.
Μια σκέψη καρφώθηκε στο μυαλό του, μια εικόνα, το μικρό μπλε αυτοκίνητο να χτυπά με δύναμη στην πρόσοψη του μεταλλικού θηρίου.
Ο λευκός όγκος γινόταν μεγαλύτερος καθώς πλησίαζε, κι αυτός, ιδρωμένος, με το μαγιό, χωρίς μπλούζα, με το αλάτι να του τρώει το δέρμα, το είχε πάρει απόφαση.
Θα περίμενε να πλησιάσει η νταλίκα πολύ, θα έστριβε ελαφρώς το τιμόνι αριστερά, όχι πολύ, 15 μοίρες, να περάσει αργά στο αντίθετο ρεύμα, να προλάβει να το χαρεί καθώς θα συμβαίνει.
Θα χτυπούσε με μικρή γωνία τη νταλίκα, 99 χιλιόμετρα δικά του και καμιά 80αρια της νταλίκας, έκαναν μια καλή σούμα, θα τον συνέτριβε μια και καλή.
Η σύγκρουση θα ήταν τρομακτική, το λευκό μέταλλο θα ενωνόταν με το μπλε, τα πλαστικά και τα γυαλιά θα πετάγονταν παντού, ο αερόσακος δε θα μπορούσε να βοηθήσει, θα φούσκωνε και θα έσκαγε με κρότο, καθώς οι λαμαρίνες θα μαζεύονταν θαρρείς ολόγυρα από τη σάρκα του, και μάντεψε, θα τη νικούσαν, διαλύοντάς την, δέρμα, αίμα, κόκκαλα και τρίχες.
Χαμένα όλα τα χρόνια στο γυμναστήριο, χαμένα τα τζελ, τα αντηλιακά, οι δίαιτες… Χαμένα τόσα βλέμματα στον καθρέφτη.
Κούνησε βίαια το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, να ξεθολώσει το βλέμμα του. Είδε τη νταλίκα στον καθρέφτη. Πέρασε. Την έχασε την ευκαιρία του.
Την επόμενη φορά.