Βρώμικη δουλειά μα κάποιος πρέπει να την κάνει.
Γιαννης Κοροβεσης•Articles
Γευσιγνώστης. Μια λέξη τόσο γενική αλλά και με τόσο «ψωνίστικη» χροιά. Τυπικά ο γευσιγνώστης σε έναν διαγωνισμό κοκτέιλ (διότι σε αυτά θα περιοριστώ σήμερα) είναι εκείνος που εκτός από το γυαλιστερό κοστούμι που φορά, είναι επιφορτισμένος με το να κρίνει το τελικό αποτέλεσμα δοκιμάζοντας το κοκτέιλ και ελέγχοντας σημαντικές παραμέτρους της δημιουργίας. Δεν ξέρω αν σου χάλασα την εικόνα που φαντασιωνόσουν τόσο καιρό, αλλά όχι, γευσιγνώστης δεν είναι κάποιος που μπεκρουλιάζει και βγάζει στην τύχη κάποιον νικητή. Τις περισσότερες φορές δεν είναι καθόλου έτσι. Εντάξει, τις λίγες που είναι, πράγματι, μιλάμε απλά για κάποιον που μπεκρουλιάζει και βγάζει στην τύχη έναν νικητή…
Σχεδόν πάντα, αυτό που μετράει στις ικανότητες του κριτή γευσιγνωσίας είναι η εμπειρία και οι γνώσεις. Όσο πιο πολλά ποτά έχει δοκιμάσει, τόσο το καλύτερο. Αφενός η «τράπεζα αρωμάτων και γεύσεων» που διαθέτει κάποιος χτίζεται σιγά-σιγά στη μνήμη και αφετέρου με την πληθώρα ποτών που έχεις δοκιμάσει είσαι κάποια στιγμή σε θέση να αναγνωρίσεις και τα σφάλματα, τις ανισορροπίες, τη σωστή ή τη λάθος δομή, την φρεσκάδα, τις διαφορές στην υφή και ένα σωρό άλλες λεπτομέρειες. Είπα και τις γνώσεις, ε; Μα φυσικά. Μόνο έτσι θα μπορέσεις να αναγνωρίσεις τη μοναδικότητα της συνταγής, την πρωτοτυπία της εκτέλεσης, αλλά και την ιστορία που μπορεί να σου παρουσιάσει ένας διαγωνιζόμενος γύρω από το ποτό του.
Κάποιοι λένε πως ένας κριτής πρέπει να έχει διαγωνιστεί κιόλας, έστω και μια φορά, για να είναι σε θέση να καταλάβει τον διαγωνιζόμενο. Λυπάμαι, μα δε θα συμφωνήσω. Ειδικά από τη στιγμή που ένας από τους καλύτερους προπονητές ποδοσφαίρου στον κόσμο, ο Μουρίνιο, δεν έχει παίξει ποτέ μπάλα. Εξάλλου, με αυτή τη λογική, θα αποκλείονταν και επαγγελματίες άλλων χώρων, που για μένα είναι καλό που συμμετέχουν στα πάνελ των κριτών. Σομελιέ, δημοσιογράφοι, εταιρικοί υπάλληλοι του εκάστοτε brand, κριτικοί φαγητού, είναι μερικές μόνο ιδιότητες που μας κρίνουν σε διάφορους διαγωνισμούς, και που παντού στον κόσμο αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι τους.
Και τι κρίνει τελικά ο κριτής σε έναν διαγωνιζόμενο; Θα χρησιμοποιήσω ως παράδειγμα τον πρόσφατο διαγωνισμό της Bacardi, το Legacy 2014, που έγινε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και όπως ίσως ήδη διάβασες συμμετείχα ως κριτής. Κληθήκαμε λοιπόν να συμπληρώσουμε ένα φύλλο που χωριζόταν σε δύο μέρη, με πρώτη γενική κατηγορία αυτή της νέας δημιουργίας του διαγωνιζόμενου. Με άριστα το δέκα έπρεπε να βαθμολογήσουμε τις τεχνικές ικανότητες, αλλά και την παρουσίαση του καθενός. Εδώ για παράδειγμα σχολιάστηκε αρνητικά η προσπάθεια του Βαγγέλη Σεργίνη να εντυπωσιάσει με την working flair τεχνική του, κάτι που δεν του δούλεψε τόσο αποτελεσματικά όσο περίμενε. Στην τελική φάση ενός διαγωνισμού πρέπει να είσαι απλός και σίγουρος για τις κινήσεις σου.
Άλλους δέκα βαθμούς έπαιρνε η συνολική εμφάνιση των κοκτέιλ. Γαρνιτούρες και η αποτελεσματικότητα αυτών, τρόπος σερβιρίσματος, κ.ο.κ. Ο Θωμάς Κανδηλιάρης συγκέντρωσε το μεγαλύτερο σκορ στα τεφτέρια μου, εν αντιθέσει με τον νικητή Στέλιο Παπαδόπουλο, που ενώ αρχικά εντυπωσίασε με το κουτάλι από αψέντι που στερέωσε στο ποτήρι, σε συνδυασμό με την κορυφή βασιλικού, τελικά δεν άρεσε, ενώ το –κατά γενική ομολογία- ανώφελο ψέκασμα με μπίτερς στο τέλος τον έριξαν χαμηλά στην υποκατηγορία αυτή.
Τριανταπέντε ολόκληρους πόντους (με το συμπάθιο) έπαιρνε το πιο σημαντικό τελικά πεδίο του φύλλου που έπρεπε να συμπληρώσουμε. Άρωμα, ισορροπία γεύσεων και γενικότερος χαρακτήρας του ποτού. Εδώ, καθότι ήμουν κριτής και στα ημιτελικά, παρατήρησα πως κάποιοι είχαν βελτιώσει τις αναλογίες/δοσολογίες των ποτών τους, αλλά κάποιοι άλλοι τις είχαν χειροτερέψει. Κάτι ιδιαίτερα απογοητευτικό, αφού μέσα σε τρεις μήνες θα έπρεπε να είχες εντοπίσει τις αδυναμίες του ποτού σου και να τις είχες εξαλείψει.
Δέκα βαθμούς έπαιρνε η πρωτοτυπία, και άλλους δέκα η ιστορία που υπήρχε πίσω από το ποτό. Στην πρωτοτυπία όλοι συμφωνήσαμε πως ιδίως ο Βαγγέλης, αλλά και ο Θωμάς, σχεδόν αρίστευσαν. Ταίριαξαν ιδιαίτερα υλικά και παρουσίασαν έναν ολοκληρωμένο σύνολο. Ο Χρήστος τα «χάλασε» λίγο με την ιστορία του γεγονός που του κόστισε αρκετά. Επανόρθωσε όμως βαθμολογικά, αφού στο πεδίο «φρεσκάδα» του ποτού χτύπησε κόκκινο, όπως άλλωστε και ο Στέλιος.
Το Bacardi Legacy είναι ένας αρκετά διαφορετικός διαγωνισμός από τους άλλους, κάτι που όσοι συμμετείχαμε οφείλαμε να το γνωρίζουμε εξαρχής. Γιατί από τη μία δίνει μεγάλη σημασία στην ιστορία του ποτού, και από την άλλη παίζει τεράστιο ρόλο η προώθηση του ποτού, τους τρεις μήνες που μεσολαβούν μεταξύ ημιτελικών και τελικών. Με 20 βαθμούς λοιπόν ανταμείφθηκε η πρωτοτυπία αυτών των δύο κριτηρίων (Βαγγέλη, έκανες τρομερή δουλειά) και η δυναμική που αποκτά το ποτό για πωλήσεις, αλλά και για δημόσιες σχέσεις.
Και αυτό είναι κάτι που, κατά την προσωπική μου γνώμη, καλώς η εταιρεία το εκφράζει απόλυτα ειλικρινώς και ξεκάθαρα μέσα από τον τρόπο βαθμολόγησης. Γιατί μη μου πεις πως είσαι μπάρμαν που έχεις διαγωνιστεί σε τελική φάση διαγωνισμού και δεν έχεις θεωρήσει πως κάποια αποτελέσματα μπορεί να είναι κατευθυνόμενα υπέρ κάποιων μαγαζιών, εμπορικών μπαρτέντερ ή ακόμα και υπέρ κάποιων νέων αγορών σε αναπτυσσόμενες χώρες; Αυτό δείχνει πως τελικά κάποιες εταιρείες δεν θέλουν απλά να βρουν το καλύτερο ποτό, αλλά να μπορεί και αυτό το ποτό να κάνει πωλήσεις σε όλο τον κόσμο, να δημιουργήσει σούσουρο γύρω από το όνομα τού ή να έχει τα φόντα να γίνει ένα ακόμα σπουδαίο ποτό, που θα αφήσει ιστορία.
Όπως αυτά που κερδίζουν στην τελική παγκόσμια φάση του Bacardi Legacy… Όπως πιστέψαμε ότι μπορεί να κάνει και το Bacardi Elements του Στέλιου. Του διαγωνιζόμενου που βελτιώθηκε ατομικά σε σχέση με τα ημιτελικά, βελτίωσε και το ποτό τού, έκανε μία σοβαρή εκτέλεση μπροστά μας, παρουσίασε ένα ολοκληρωμένο πλάνο της προώθησης του ποτού τού και κατάφερε να αναδειχθεί τελικά άξιος υποψήφιος κληροδότης και συνεχιστής αυτής της τόσο βαριάς κληρονομιάς του Bacardi.