Το οξυγονούχο αλκοόλ του Ζαν-Κλωντ Ιζό
Guest•Guests
*της Ευθυμίας Γιώσα
Εκεί όπου το Lagavulin συναντιέται με το παστίς, και το κονιάκ μ’ ένα λευκό Tempier, οι σελίδες αποκτούν μια τέτοια περιεκτικότητα σε αλκοόλ που είναι σχεδόν ιδανική για να μεθύσει, πότε γλυκά και πότε σαρωτικά, ακόμη και ο πιο νηφάλιος αναγνώστης.
Δεν είναι καινούρια τα τρία μυθιστορήματα του Ζαν-Κλωντ Ιζό («Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας», «Το τσούρμο» και «Soléa»), τα οποία συνιστούν την «Τριλογία της Μασσαλίας» (εκδόσεις Πόλις, 2011), αλλά δεν είναι και παλιά, κι ούτε πρόκειται ποτέ να παλιώσουν. Ως γνωστόν, αυτό ξεχωρίζει τα σημαντικά από τα ασήμαντα βιβλία: τα πρώτα αδιαφορούν για τον χρόνο ή, πιο ορθά, τον αφήνουν να κάνει τη δουλειά του κι εκείνα κάνουν, αγέρωχα κι ακλόνητα, τη δική τους, ενώ τα δεύτερα σαρώνονται απ’ τα χρόνια και γίνονται μια βαρετή σκόνη. Όμως αρκετά με τις φιλολογικές κοινοτοπίες, ας μπούμε κατευθείαν στο θέμα. Που δεν είναι άλλο από τον τρόπο με τον οποίο ο Ιζό σερβίρει στις σελίδες του από ένα ποτήρι για κάθε ουρανίσκο.
Βέβαια, έχει τις προτιμήσεις του. Δηλαδή ο βασικός πρωταγωνιστής των τριών έργων, ο Φαμπιό Μοντάλ, προτιμά το Lagavulin. Πότε το συνοδεύει με Thelonious Monk, με Piazzolla, με Gian Maria Testa και πότε με τα λόγια του Κόνραντ, κι άλλες φορές παίρνει το μπουκάλι παραμάσχαλα, ένα πουλόβερ και κουβέρτες, παίρνει κι από το χέρι εκείνη που αγαπάει κι ανεβαίνουν, μέσα στη νύχτα, στη βάρκα για τα νησιά Φριούλ. Άλλοτε εκείνη λείπει, αλλά το Lagavulin δηλώνει «παρών», αυτή τη φορά το μπουκάλι είναι άθικτο, καινούριο, κι ο Μοντάλ φοράει το μπουφάν, «το παλιό ψαράδικο κασκέτο» και κατεβαίνει πάλι στη βάρκα του. Κι όταν δεν υπάρχει άλλος τρόπος να περιγράψει την αισθαντικότητα της φωνής μιας γυναίκας στην άλλη άκρη του ακουστικoύ, ο Ιζό βοηθά τον πρωταγωνιστή του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο: «Κατέβαινε εντός του με την ίδια θέρμη ενός ποτηριού Lagavulin. Γλυκιά και ζεστή». Ωστόσο, δε θα πει όχι και σ’ ένα Glemorangie [«καθ’ οδόν ζήτησα ένα δεύτερο Glemornangie. To ’πινες το διαολεμένο σαν να ήταν γαλατάκι» (σελ. 234, «Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας»)] ή σ’ ένα Oban, κι ενίοτε, στην αναβροχιά, θα πιει κι ένα Chivas.
Δεν είναι μόνο το ουίσκι που ρέει στην «Τριλογία της Μασσαλίας» και πώς θα μπορούσε εξάλλου να μονοπωλεί το ενδιαφέρον το ουίσκι σε τρία μυθιστορήματα τα οποία διαδραματίζονται στη Γαλλία; Μαζί με τη φοκάτσα, σερβίρει ένα λευκό Κασίς Clos Boudard, με ένα πιάτο σπαγγέτι (και ντομάτες, κάπαρη, αντζούγιες και μαύρες ελιές), ένα Μπαντόλ του κτήματος Pibarnon (εικάζουμε λευκό, ωστόσο μπορεί και ροζέ), ενώ ανέκαθεν εντυπωσιαζόταν από την ποιότητα των προβηγκιανών οίνων: «Άνοιξα ένα μπουκάλι Saint-Cannat. Η ποιότητα των ροζέ κρασιών της Προβηγκίας με κατέπλησσε κάθε χρόνο και περισσότερο. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας για να το δοκιμάσουμε. Ετούτο το κρασί, ήταν αληθινή απόλαυση. Ένιωθες κάτω από τη γλώσσα την υπέροχη λιακάδα των λοφοπλαγιών του Τρεβαρέζ» (σ.304, «Το τσούρμο»). Πάλι στο «Τσούρμο», κάμποσες λέξεις παρακάτω, ονειρεύεται «ένα ποτήρι Clos-Cassivet, ένα λευκό με αρώματα βανίλιας που είχα πρόσφατα ανακαλύψει στις τσάρκες μου στην ενδοχώρα» (σ.343). Κι όταν «η Σελέστ έφερε το φιγκατέλι, ψημένο όπως πρέπει, με γαρνιτούρα ψιλοκομμένες πατάτες βρασμένες με μαϊντανό», ανοίχτηκε ακόμη ένα μπουκάλι κόκκινο Côteaux d’ Aix του 1988, και «τα αρώματα θυμαριού, δεντρολίβανου κι ευκάλυπτου έκαναν αυτό το κρασί ένα μικρό αριστούργημα. Δεν το βαριόσουν ποτέ» (σ.373, «Το τσούρμο»). Αλλά το Château Sainte Roseline ήταν «σίγουρα το καλύτερο κόκκινο της Προβηγκίας. Και το πιο αισθησιακό, επίσης» (σ.468, «Το τσούρμο»). Κάπου κάνει δειλά την εμφάνισή του κι ένα ιταλικό κρασί Vernazza από τα Cinque Terre.
Ας επαναλάβουμε ότι βρισκόμαστε στη Γαλλία, επομένως είναι αδιανόητο να απουσιάζει το περίφημο παστίς (αλλά και το μορέσκ, που είναι παστίς με μέντα), ειδικά στο εστιατόριο του Φελίξ, για τον οποίο «ο μέσος όρος παστίς ήταν δέκα με δώδεκα το μεσημέρι και δέκα με δώδεκα το βράδυ. Σήμερα, τα ’πινε σε κανονικό ποτήρι, προσθέτοντας μια στάλα νερό». Ενδεχομένως απ’ όλο αυτό το ποτό των προηγούμενων παραγράφων να σας ήρθε μια ελαφριά ζάλη, αλλά δεν είναι δική σας ευθύνη, είναι που δεν έχω κάνει ακόμη ξεκάθαρο ίσως το πιο ουσιώδες. Το ποτό για τους ήρωες του Ιζό, ειδικά για τον Μοντάλ, δεν είναι (μόνο) μεθύσι και βαρύ κεφάλι την επόμενη μέρα και ανακάτεμα που χρειάζεται καφέ (κι άλλο καφέ), ή κονιάκ (!), για να φύγει, αλλά (γευστική) απόλαυση, συντροφιά, μοίρασμα, παρηγοριά με τη στιβαρή σημασία των λέξεων. Μια απτή χειρονομία υπερκέρασης, έστω και στιγμιαίας, του μεγάλου άγχους. «Δεν έχω βρει τίποτα καλύτερο για ν’ αποκρούω το θάνατο. Να φυλάγομαι από δαύτον. Η καλή κουζίνα και τα καλά κρασιά. Μια τέχνη της επιβίωσης», λέει αποφθεγματικά ο Μοντάλ ξανά στο «Τσούρμο» (σ.403). Κι όταν τον ρωτάνε γιατί πίνει τόσο, εκείνος απαντά «επειδή φοβάμαι». Όχι ότι σβήνεται ο φόβος με δυο δάχτυλα σκέτο ουίσκι. Απλώς στο «Μπαρ των Κηπουρών», του Χασάν, συναντούσες θαμώνες, «κι η μουσική δεν είχε νόημα αν δεν είχε καρδιά» (σ.465, «Το τσούρμο»), κι ο Χασάν «γέμιζε ένα ποτήρι με ουίσκι και παγάκια. Χωρίς να ρωτήσει κανέναν. Σαν να είχε να κάνει με μόνιμο πελάτη» (σ.581, «Soléa), ενώ στου Φελίξ, και τώρα αλλά κυρίως παλαιότερα, «οι χαρές και οι λύπες μοιραζόντουσαν, χωρίς ψευτο-λεπτότητες. Ακόμη και τη μιζέρια σου μπορούσες να την πεις. Δεν ήμασταν ποτέ μόνοι. Αρκούσε να ’ρθεις στου Φελίξ. Ή στου Μαριούς. Ή στου Λυσιέν. Και τα δράματα που γεννιόντουσαν στις ταραγμένες αγρύπνιες μας ξεθώριαζαν μες στις αναθυμιάσεις του γλυκάνισου» (σ.370, «Το τσούρμο»).
Να το πω κι αλλιώς. Ένα απόγευμα, ενώ δούλευα στον υπολογιστή μου στον συνεργατικό «Ταρτούφο», πληροφορήθηκα κάτι το οποίο μου προκάλεσε δυσφορία. Εκείνη την ώρα ήμασταν στο μαγαζί δυο-τρεις άνθρωποι, ανάμεσά τους κι η Μαρίνα. Δε γνωριζόμασταν. Πρότεινε να με κεράσει ένα ουίσκι. Σύμφωνα με τον Κωστή, αρνείσαι μέχρι δύο φορές και την τρίτη δέχεσαι. Έτσι έπραξα. Έφερε ένα Bushmills. Μέχρι στιγμής ήταν από τα καλύτερα Bushmills που έχω πιει.
Νομίζω πως ο Ιζό κι ο Μοντάλ του θα καταλάβαιναν. Από τα υγρά σοκάκια της Μασσαλίας, και τη θάλασσα της Μεσογείου σε όλες τις αποχρώσεις του μπλε, τα μπουκάλια τους δεν αναδίδουν μόνο αιθανόλη αλλά κι οξυγόνο.
*Εν αρχή, ήταν Μάιος του 1991 όταν η Ευθυμία Γιώσα γεννήθηκε στα Ιωάννινα. Σπούδασε βιολογία και βιοπληροφορική, προσώρας κυκλοφορούν δύο βιβλία της, ενώ ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να βρει διάφορα κείμενά της στο διαδίκτυο. Λόγω καταγωγής, έχει αδυναμία στο τσίπουρο (και σε ό,τι το θυμίζει), έχει ανοίξει έναν σεβαστό αριθμό μπουκαλιών με κρασί, ενώ ξεκίνησε να πίνει ουίσκι αφότου είδε το «Μερίδιο των αγγέλων».