Ινδικό ουίσκι: Παρελθόν, παρόν και μέλλον
Γιαννης Κοροβεσης•Articles
Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα σε πληθυσμό στον κόσμο (σχεδόν 1.5 δις κάτοικοι), μετά την Κίνα, η έβδομη μεγαλύτερη σε έκταση, ενώ σε όλες τις μετρήσεις την βρίσκουμε στις πρώτες θέσεις ως προς τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας της. Ως τέτοια, δε θα μπορούσε να αμελήσει και την τεράστια παγκόσμια τάση στο ουίσκι. Η Ινδία λοιπόν τα τελευταία χρόνια ξεπέρασε το σύμπλεγμα κατωτερότητάς της ως προς τα εισαγόμενα προϊόντα, επένδυσε στο Ινδικό ουίσκι και πλέον το μέλλον της στο συγκεκριμένο παραγωγικό κλάδο δείχνει κάτι παραπάνω από ευοίωνο.
Η Ινδία κατέχει μερικά ακόμη εντυπωσιακά ρεκόρ· αποτελεί την νούμερο ένα χώρα στον κόσμο σε κατανάλωση ουίσκι! Ή τουλάχιστον σε ό,τι λογαριάζουν οι Ινδοί ως ουίσκι, κάτι που θα εξηγήσουμε εντός ολίγου. Η αγορά του ουίσκι στη χώρα παράγει έναν τζίρο αξίας 18 δις ευρώ! Ταυτόχρονα, ατενίζει τις υπόλοιπες χώρες στον κόσμο από τη δεύτερη θέση στην κατανάλωση αποσταγμάτων και την ένατη σε κατανάλωση αλκοόλ!
Ποιος όμως τους άνοιξε την όρεξη για ουίσκι; Η Βρετανική αυτοκρατορία φυσικά, όπως λογικά μαντέψατε. Κατά την περίοδο της κυριαρχίας της στις Βρετανικές Ινδίες, ανώτεροι αξιωματούχοι της έφερναν μαζί τους ουίσκι, για να απολαμβάνουν στα κλαμπ τα οποία ανεγέρθησαν για αυτόν ακριβώς τον λόγο στις μεγάλες ινδικές πόλεις. Δεν τους έφθανε όμως αυτό. Όπως ίδρυσαν έναν σωρό επιχειρήσεις στην Ινδία, έτσι αποφάσισαν να εγκαταστήσουν τόσο ζυθοποιία μπίρας, όσο στη συνέχεια και αποστακτήρια ουίσκι.
Στην Ινδία όμως υπήρχε έλλειμμα σιτηρών. Σε αντίθεση με την παραγωγή ζαχαροκάλαμου, η οποία ήταν άφθονη. Δε χρειάστηκε πολλή σκέψη για τους Ινδούς· «θα φτιάξουμε ουίσκι από ζαχαροκάλαμο», σκέφτηκαν, έτσι και έπραξαν. Μη νομίζετε βέβαια πως εκείνη την εποχή ήταν πολύ δημοφιλές το ουίσκι. Οι περισσότεροι έπιναν arrack, feni και κρασί toddy, ποτά τα οποία παρασκευάζονταν κυρίως από κοκοφοίνικες και ρύζι.
Όταν επρόκειτο για παραγωγή IMFL (Indian-made Foreign Liquor), δηλαδή για οποιοδήποτε «ξενόφερτο» ποτό, όπως το ουίσκι, χρησιμοποιούσαν αυτό το απόσταγμα ζαχαροκάλαμου, το οποίο το αρωμάτιζαν με εσάνς ουισκιού και του προσέθεταν καραμελόχρωμα για να μοιάζει σαν το σκωτσέζικο ξαδερφάκι του. Η Ινδία εντωμεταξύ είχε γίνει ο καλύτερος πελάτης και για εισαγωγές χύμα (bulk – σε μεγάλες ποσότητες) ουδέτερου αποστάγματος ή μείγματος δημητριακών, τα οποία τα ανακάτευαν όλα αχταρμά και τα πουλούσαν. Σαφέστατα, όλα αυτά τα χρόνια και μέχρι σήμερα, η παράνομη παραγωγή αλκοόλ πάει κι έρχεται! Κανένας έλεγχος, καμία νομοθετική ρύθμιση.
Τι άλλαξε από τότε; Η Ινδία έγινε ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς σιτηρών στον κόσμο και μια νέα εποχή για το αυθεντικό ινδικό ουίσκι ξημέρωσε το 1982, χρονιά την οποία το brand Amrut, ξεκίνησε να χρησιμοποιεί κριθάρι για την απόσταξη. Από το 1948 που λειτουργούσε το αποστακτήριο –μία χρονιά δηλαδή μετά την ινδική ανεξαρτησία από τους Βρετανούς- μέχρι το 1982, χρησιμοποιούσε μόνο μελάσα από ζαχαροκάλαμο. Το single malt που εμφιάλωσε στις αρχές των 80’s όμως δεν το προόριζε για την εγχώρια αγορά, δεν ήταν ακόμη έτοιμη.
Το πρώτο της single malt η Amrut το λάνσαρε στην Σκωτία, «ανοίγοντας» στην συνέχεια και την υπόλοιπη αγορά της Ευρώπης. Μέχρι τότε βλέπετε το ουίσκι που παρήγαγε η Ινδία οι Ευρωπαίοι το αγόραζαν ως ρούμι, λόγω ζαχαροκάλαμου. Κάτι παρόμοιο έκαναν και οι άλλες δύο, αξιόλογες εταιρείες παραγωγής ουίσκι. Η Paul John λάνσαρε το πρώτο της single malt στη Μεγάλη Βρετανία το 2012 και η Rampur πολύ πρόσφατα, το 2015.
Και μπορεί το ινδικό ουίσκι single malt να μοιάζει ελαφρώς με το σκωτσέζικο, αφού ακολουθούν την ίδια περίπου «σχολή» απόσταξης, παρόλα αυτά, έχει μια τεράστια διαφορά, το κλίμα στο οποίο ωριμάζει. Σε αντίθεση με το ψυχρό και ξηρό κλίμα της Σκωτίας, στην Ινδία επικρατεί, στην πλειονότητα της επικράτειας, ζέστη και υγρασία. Αυτό επιταχύνει την ωρίμαση και φυσικά αυξάνει την εξάτμιση του αλκοόλ από τα βαρέλια, το γνωστό στους περισσότερους ως ‘’Angel’s Share’’. Χαρακτηριστικά, τρία χρόνια ωρίμασης στη Σκωτία ισούνται συνήθως με έναν χρόνο στην Ινδία!
Τι πίνουν όμως ακριβώς στην Ινδία; Ως μία ακόμη χώρα αντιθέσεων, έχουμε από τη μία ακραία φτώχια για την πλειονότητα των πολιτών και από την άλλη άπειρο πλούτο συσσωρευμένο στα χέρια λίγων. Για τους πρώτους οι επιλογές ήταν και είναι σχεδόν αυτονόητες· τοπικά αποστάγματα, παράνομα απεσταγμένα στην πλειονότητά τους ή στην καλύτερη των περιπτώσεων τοπικά φτιαγμένο ουίσκι από ζαχαροκάλαμο. Όσο για τους πιο πλούσιους, αυτοί είχαν συνηθίσει στα ξενόφερτα ουίσκι, τα οποία εισήγαγαν με δασμούς 150% από τη Σκωτία. Μέχρι τα τελευταία χρόνια…
Με την δημιουργία μια υποτυπώδους μεσαίας τάξης στην Ινδία και με την εξέλιξη του εγχώριου, ποιοτικού ουίσκι, φαίνεται να αλλάζουν σιγά σιγά και οι προτιμήσεις του μέσου καταναλωτή. Μέσα στα πέντε τελευταία χρόνια το μερίδιο που κατέχουν τα ινδικά single malt στην εγχώρια αγορά σκαρφάλωσε από το 15% στο εντυπωσιακό 33%! Οι πωλήσεις τους κινήθηκαν αυξητικά με έναν μέσο ρυθμό 42% τα τελευταία τρία χρόνια, σε αντίθεση με αυτές των εισαγωγών που κινήθηκαν στο +7%. Σαφέστατα σε αυτό βοήθησε και η COVID19, περίοδο κατά την οποία απαγορεύτηκαν όλες οι εισαγωγές ξένων αποσταγμάτων στην Ινδία!
Μέσα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και με σημαντικές τεχνολογικές ελλείψεις, αλλά με φοβερό απόθεμα εργατικών χεριών, πλέον και δημητριακών, οι Ινδοί έφτιαξαν μερικά εξαιρετικά ουίσκι, τα οποία απέσπασαν δεκάδες διεθνή βραβεία και αναγνωρίσεις. Και το ουίσκι τους καταναλώνεται πλέον όχι μόνο από τους Ινδούς, αλλά και από όλο τον κόσμο. Αυτή την τάση, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν άργησαν να αντιληφθούν και οι πολυεθνικές εταιρείες παραγωγής αλκοολούχων, όπως η Diageo, η οποία λίγες εβδομάδες πριν κυκλοφόρησε ένα single malt φτιαγμένο στην Ινδία, το Godawan, το οποίο λανσαρίστηκε μάλιστα στο πρόσφατο, 75ο Φεστιβάλ Καννών!
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η εγχώρια παραγωγή προς το παρόν δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην τόσο ξαφνική μεταστροφή στη ζήτηση για Ινδικό ουίσκι. Πόσω μάλλον αν αρθούν τελικά οι δασμοί και επιτευχθεί η πολυπόθητη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ινδίας, κάτι το οποίο συζητιέται πολύ τα τελευταία χρόνια. Αυτό θα είναι κάτι που θα αλλάξει άρδην τις ισορροπίες, τόσο του εμπορίου, όσο και της αγοράς εν γένει. Μία σημαντική παράμετρος που θα πρέπει να εξεταστεί είναι και τα χρόνια ωρίμασής του. Διότι μπορεί στην Ινδία ο χρόνος να «κυλάει γρήγορα», ωριμάζοντας το ουίσκι σε τριπλάσιο ρυθμό από ό,τι στη Σκωτία, στο Ηνωμένο Βασίλειο όμως το νομοθετικό πλαίσιο διακίνησης ουίσκι ορίζει τα τρία χρόνια ως κατώτατο όριο. Ίδωμεν!