Σε μια θάλασσα Μεσκάλ
Αχιλλεας Αναστασοπουλος•Αλκοολη
Όταν παίρνω χαρτί και στυλό σε κάποια εκδήλωση συνήθως με πιάνει μελαγχολία. Σπάνια κρατάω σημειώσεις. Καταλήγω με ένα χαρτί γεμάτο σχέδια αυτοκινήτων, απομεινάρια μιας καριέρας που λαχτάρισα, μα δεν ακολούθησα. Ευτυχώς μάλλον, γιατί δεν έχω σε μεγάλη εκτίμηση τα αποτελέσματα του σχεδιασμού μου. Συνήθως βέβαια έχω καλές ιδέες, θα μπορούσα άρα να γίνω… «κονσεπτίαρ» αλλά αυτό θα απαιτούσε γνώσεις μηχανικού, που τις έχω αποφύγει όπως το χταπόδι τη χλωρίνη. Επιπλέον, χωρίς χαρτί και στυλό, δεν κουβαλάς και πράγματα, και φαίνεσαι πιο κουλ κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων. Στο κάτω-κάτω ρε παιδιά, κρατούσαν οι μπάρμαν σημειώσεις που είναι και η δουλειά τους. Εγώ τα λεφτά, τα έσκασα από καύλα.
Διότι, σε αυτόν τον άτιμο κόσμο που ζούμε, τα Masterclass έχουν αντίτιμο, και παρά τις μάταιες προσπάθειές μου, δεν το κάλυψε ο Μπάρμπα Γιάννης ο Κοροβέσης. Η αλήθεια είναι, πως δήλωσα συμμετοχή στην εκδήλωση για το Μεσκάλ, που διοργάνωσε το Dos Agaves, χωρίς να το αναφέρω. Όταν έκανα τα… ταχύρυθμα στα μπαρ, δοκιμάζοντας αποστάγματα, ο Γιάννης με είχε ρωτήσει «Έχεις δοκιμάσει Μεσκάλ;» και μου έβαλε ένα ποτηράκι San Cosme. «Τι στον πούτσο; Αυτή είναι γεύση…» Μεστή, καπνιστή, βαριά, με μπόλικο δέρμα. Έρωτας. Οπότε μπορεί να μην είχα καθόλου λεφτά, αλλά είχα όλη τη διάθεση να κόψω από κάτι λιγότερο σημαντικό (σχεδόν όλα δηλαδή) για να αποκτήσω μια πραγματικά σφαιρική άποψη γι αυτό το φίνο απόσταγμα.
Και απ’ ότι είδα, η συμμετοχή δεν είναι ντροπή. Αντίθετα με άλλους χώρους, σε ένα Masterclass πας για να μάθεις, όχι για να πεις ότι πήγες. Είδα λοιπόν πολύ γνωστούς μπάρμαν, που θέλησαν να δοκιμάσουν τα δέκα διαφορετικά Μεσκάλ που εξασφάλισαν οι διοργανωτές Νίκος Ζήσης και Φώντας Ταζές, με τον Γιώργο Μπάγκο να παίζει φυσικά καθοριστικό ρόλο. Διότι είναι ο κύριος αυτός που είναι σαφές ότι κατέχει απέξω κι ανακατωτά τα facts γύρω από την αγαύη. Όπως μας τα περιέγραψε λοιπόν, η κοινωνία του Μεσκάλ τώρα οργανώνεται, γιατί προς το παρόν είναι ένα χυμαδιό, σαν το δικό μας τσιπουράκι ένα πράγμα. Κάθε σπίτι και ρακή, κάθε χωριό και το μεσκάλ του.
Η παρουσίαση έβριθε πληροφορίας, όπως για παράδειγμα ότι η περίφημη μπλε αγαύη από την οποία αποκλειστικά φτιάχνεται η τεκίλα, δεν έχει επιλεγεί μόνο με ποιοτικά στάνταρ, αλλά και πρακτικά αφού είναι η μικρότερη σε μέγεθος, αλλά αν θέλατε να τα μάθετε αυτά θα έπρεπε να είχατε έρθει (ή να γκουγκλάρετε κάτι του τύπου “history of mezcal” για αρχή). Πλην όμως, ένα με ταλάνιζε εμένα τον αδαή λάτρη του Μεσκάλ. Δηλαδή, τα φέραμε με τόσο κόπο και θα τα φτύνουμε; Κι αν δεν τα φτύνουμε, πόσο τύφλα θα είμαστε στο τέλος; Όχι και κάμποσο είναι οι απαντήσεις αντίστοιχα. Ανάθεμα σε όσους είχαν δουλειά μετά δηλαδή.
Σοφά πάντως το πρόγραμμα προέβλεπε διάλλειμα για μεχικάνικο μεζέ στο μέσον του προγράμματος, δια χειρός Γιώργου Κωφού –που είχε και τα γενέθλιά του προχτές ο χιουμορίστας. Χρόνια πολλά ρε. Ο ψαγμένος αναγνώστης μπορεί, πραγματοποιώντας μια πολύ σύνθετη μαθηματική πράξη, να καταλάβει ότι τα υπό δοκιμή Μεσκάλ χωρίστηκαν σε δύο ομάδες των πέντε ετικετών, με σειρά κόστους, το οποίο σε κάποιες περιπτώσεις ήταν αρκετά βαρύ. Ειδικά για οικιακή κάβα, μιλάμε για να φωνάζεις τους φίλους σου και να τους κοιτάς λυπημένα να πίνουν το αγαπημένο σου Μεσκάλ, γουλιά και δάκρυ.
Από τη μυρωδιά και μόνο, πριν καν την παρουσίαση από τα παιδιά του Agaves, μπορούσες να καταλάβεις ότι θα είναι μια αρκετά περίεργη γευσιγνωσία. Πέντε εντελώς διαφορετικές «μύτες» από πέντε ποτήρια που θεωρητικά είχαν το ίδιο ποτό. Κάτι που επιβεβαιώθηκε και γευστικά στη συνέχεια. Προσωπικά βρήκα ακόμα πιο εντυπωσιακό το ότι στις περισσότερες περιπτώσεις, η γεύση ήταν ανακόλουθη με τη μυρωδιά, αλλά και τελικά το βάθος και το εύρος που μπορεί να είχε η κάθε ετικέτα. Μύριζες και «έπιανες» ένα χαρακτήρα, δοκίμαζες και η γεύση ήταν εντελώς διαφορετική απ’ ότι προέβλεπες, ενώ άλλαζε σε μεγάλο βαθμό στην επίγευση. Σε κάποιες περιπτώσεις η εμπειρία ήταν ανακόλουθη, σαν καγκελάκια τσιφτετελιού σε ροκ τραγούδι, αλλά σε άλλες, η μετάβαση ήταν τόσο ομαλή που δεν μπορούσες παρά να τη θαυμάσεις. Δεδομένου πάντως του «χυμαδιού» που μας παρουσίασε ο Μπάγκος σχετικά με τις μεθόδους παραγωγής του Μεσκάλ (την αναφορά του οποίου μπορείτε να διαβάσετε εδώ https://www.bitterbooze.com/what-is-it-about-mezcal/ ) όλο αυτό έχει και κάποια λογική.
Και για να μην λέμε μόνο τα καλά, γι αυτό το λόγο θα περίμενα μια πιο συγκεκριμένη καθοδήγηση σχετικά με την κάθε ετικέτα, κάτι που τουλάχιστον εμένα που ‘μαι άσχετος θα με βοηθούσε. Σε άλλα συμπεράσματα, εξίσου προσωπικά, αλλά και πιο γευστικά, το πιο «οικονομικό» Jaral De Berrio ήταν μάλλον αδιάφορο, ειδικά σε σχέση με το –αμέσως επόμενο σε τιμή- San Cosme που ήταν και ένα από τα καλύτερα συνολικά. Αν θέλετε ντε και καλά κάτι πιο ξεχωριστό και «σπάνιο», το Sombra είναι μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα λύση. Φεύγοντας σε τιμή και δυσκολία απόκτησης, ένα σφηνάκι Quiquiriqui Matalan πρέπει να το δοκιμάσετε –για να δείτε πως είναι μια τσιχλόφουσκα των 80 ευρώ- ενώ αναμφίβολα πολύ ξεχωριστά ήταν τα Del Maguey Tobala και το Del Maguey Santo Domingo, τα οποία επιβάλλεται να τα έχετε δοκιμάσει.
Για να κλείσει η βραδιά «σωστά» σχεδόν σύσσωμη η ομάδα έσπευσε να δοκιμάσει την Paloma με την σόδα από σαγκουίνι που ετοίμασε ο Μπάγκος. Μας είπε κάτι σχετικό, για το πώς κατάφερε να αρωματίσει 25 λίτρα σόδας, αλλά να σα πω την αλήθεια δεν άκουσα και πολλά. Το πελώριο ποτήρι ήταν γεμάτο με πάγο Hoshizaki –πολύς πάγος σημαίνει ότι δεν νερώνει το ποτό, μην λέμε κάθε φορά τα ίδια- και η Paloma ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόμασταν μετά από τόσο αλκοόλ: Λίγο ακόμα αλκοόλ… Εν κατακλείδι πάντως, μετά το Masterclass, το Μεσκάλ παραμένει ένα από τα πιο σύνθετα και μυστηριακά αποστάγματα, και σίγουρα στην δική μου παλέτα, το πιο ξεχωριστό.
All photos by Artemis Tsipi