Η ζωή δεν περιμένει κανέναν μας
Αχιλλεας Αναστασοπουλος•Αλκοολη
Διάβαζε ένα αφιέρωμα για τη ζωή του Χέμινγουεϊ. Ξέρετε, εκείνον τον μπάρμαν που έφτιαξε το Ντακιρί. Όχι με τη φράουλα, το άλλο…
Είναι επίσης αυτός ο τύπος που έχει πει το περίφημο «Πίνω για να κάνω τους άλλους ανθρώπους πιο ενδιαφέροντες», αλλά και το «Ένας άνθρωπος μόνος του, άσχετα από το πόσο μόνος του είναι, δεν έχει καμία ελπίδα».
Κι όμως, είναι πάλι μόνος…
«Με κρατάς κάτω» του είπε αυτή.
«Δεν με αφήνεις να πετάξω».
«Δεν έχουμε όνειρα κοινά».
«Έχεις δίκιο. Δεν έχω όνειρα» της απάντησε αυτός.
Και πήγε μέσα να καθίσει παραμιλώντας στον βουλιαγμένο από τον κώλο του καναπέ.
Στο άδειο του στομάχι, μόνο κάτι κοκτέιλ σε ανακυκλώσιμο πλαστικό ποτήρι είχε βάλει μέσα, ακόλουθος στη μόδα της εποχής για την «προστασία» του πλανήτη, κατέβηκε μια ακόμα γουλιά σκέτος καφές.
Φωτιά και θάλασσα μαζί είναι οι στιγμές του χωρισμού, εκείνες που πλημυρίζει το στήθος σου από φωτιά που καίει για τη χαμένη αγάπη, τη χαμένη ευκαιρία για μια ζωή αξιοπρεπή. Φωτιά που έρχονται να σβήσουν τα πηχτά δάκρυα που κυλούν από τα μάτια σου, συχνά όχι προς τα έξω. Και αυτή η μάχη γίνεται μέσα σου ξανά και ξανά χωρίς να σταματά. Και δεν έχεις τι να πεις, και δεν έχεις σε ποιον να το πεις και τι να εξηγήσεις,
Για ποια ιστορία και ποια ματαιότητα να μιλήσεις; Σε ποιο κοινό; Ποιον να πείσεις ότι αυτή είναι η ζωή, αυτή η θλίψη με πόδια που περπατά γύρω σου στο δωμάτιο και σε ακολουθεί όπου κι αν πας, καθώς ταράζεται το κορμί σου από λυγμούς.
Και θες να γίνεις ένα με τον αέρα να χαθείς.
Η επόμενη μέρα ξεκίνησε με τσίμπλες στα πρησμένα του μάτια. Έχει πια μάθει ότι η ζωή πηγαίνει μόνο μπροστά, αλλά τώρα, στο δικό του τώρα, υπάρχει μόνο κενό.
Είναι εκείνες οι μέρες της ζωής, που μπορεί να συμβαίνουν μύρια όσα, αλλά για σένα ο χρόνος έχει σταματήσει.
Ποια ζέστη, ποιες πυρκαγιές, ποιες διακοπές, ποια πανδημία; Όλα είναι εκεί, αλλά είναι έξω από τη σφαίρα του. Το πολύ-πολύ να μείνει κλεισμένος σπίτι του. Τι θα χάσει; Άχρηστες συζητήσεις για να πείσει ανόητους για το αυτονόητο. Μπα, ευχαριστώ, δεν θα πάρω.
Κοίταξε την φτωχή του κάβα. Τσάκωσε το μεσκάλ. Vida de San Luis Del Rio, λέει. Δεν έχει σκουλήκι, άρα καλό θα’ ναι…
«Θα το πιώ από το μπουκάλι», σκέφτηκε. «Σάματις έχω κανέναν εδώ να το μοιραστώ;»
Δάκρυα πιο παχιά από την αίσθηση του μεσκάλ τον πλημμύρισαν και πάλι. Σε κάθε σκέψη του, αυτό γίνεται.
Σήμερα στο αυτοκίνητο, σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και πλάνταξε στο κλάμα. Άκουσε ένα τραγούδι που τον λύγισε. Έμεινε εκεί να κλαίει με λυγμούς, με τους περαστικούς να τον κοιτάνε.
Αλλά είπαμε, τώρα, είναι σε έναν άλλο κόσμο. Δικό του. Αν επιβιώσει σε αυτόν τον κόσμο, ίσως γυρίσει στον ανθρώπινο. Θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες της απουσίας του και θα πάει παρακάτω.
Όλοι πάμε παρακάτω. Ό,τι και να γίνει πάμε παρακάτω. Πάμε.