Η αθανασία ενός ποτού
Guest•Guests
*Του Νίκου Αρβανίτη
Πριν λίγες εβδομάδες βρέθηκα στην Αθήνα και, ως είθισται, πήγα σε όσα περισσότερα μπαρ μπορούσα, για να δω φίλους και συναδέλφους. Καθώς η νύχτα πέρναγε έπιασα τον εαυτό μου να έχει “ξεμείνει” σε ένα μπαρ που αγαπώ πολύ, αυτό αλλά και τους ανθρώπους που το αποτελούν. Με μια ματιά στην κάβα, με πιάνει πάλι αυτή η τρέλα που έχω με το ποτό και την ιστορία του. Στο μυαλό μου στριφογυρίζει πάλι αυτό το σχεδόν εμμονικό ερώτημα: Πώς γίνετε να είμαι τόσο προσωρινός και μικρός, μπροστά σε αυτό που αντικρίζω.
Συνταγές βγάζουμε όλοι, ωραία κοκτέιλ, ισορροπημένα, πολυδιάστατα, με ενδιαφέρουσες γαρνιτούρες. Ίσως τα λατρέψουν οι θαμώνες του μπαρ μας, ίσως και όχι. Διαβάσαμε για το τάδε υλικό, είδαμε με τι αναδεικνύεται, μελετήσαμε, ίσως κάποιες φορές ήπιαμε απλά λίγο παραπάνω και βάλαμε τρία-τέσσερα πραματάκια μέσα στο γυάλινο δοχείο ανάδευσης ή το σέικερ μας, και βγήκε ένα ωραίο αποτέλεσμα στο ποτήρι αλλά και στον ουρανίσκο μας. Αν τελικά “πέτυχε” το φτιάχνουμε σαν τρελοί, ίσως μπει στο κατάλογο και ίσως κερδίσει και ένα διαγωνισμό. Αυτά λοιπόν…
Πόση διάρκεια ζωής όμως έχει αυτή η δημιουργία; Αρκετή θα μου πεις. Ποιο το “όριο” και το κριτήριο της λέξης “αρκετή”; Ταιριάζει καλύτερα η λέξη “προσωρινή”. Όσο και αν είναι η διάρκεια ζωής του, το σίγουρο είναι πως υπάρχει μία ημερομηνία λήξης, βραχυπρόθεσμη σα το γιαούρτι, μακροπρόθεσμη όσο εμείς το σερβίρουμε και το πουλάμε. Αλλά θα έρθει κάποια στιγμή που ο χρόνος θα το καπελώσει και δε θα το θυμάται κανένας πέρα από εμάς, που το δημιουργήσαμε. Και αυτό ήταν… Ένα καινούριο ποτό, ένα μελλοντικό βραδύ και η ιστορία πάλι από την αρχή.
Δεν πιστεύω ότι μπορούμε να φτιάξουμε κάτι το οποίο θα μείνει αθάνατο (χωρίς να εννοώ ότι το επιδιώκουμε). Σαν τα κλασικά κοκτέιλ που έχουμε… εικονοστάσι πάνω από τα κρεβάτι μας. Εγώ προσωπικά δεν μπορώ, δεν το επιδιώκω, δεν θέλω, αλλά νοιώθω και πολύ μικρός και αδαής για να καταφέρω κάτι τέτοιο. Αλλά θέλω να καταλήξω κάπου αλλού, όχι απαραίτητα στην προσωπικότητα, όχι στη γνώση, στην ειδίκευση και στην ικανότητα, αλλά στην ιστορία. Για άλλη μία φορά, στην ιστορία και το παρελθόν.
Καλώς ή κακώς όλα από εκεί ξεκινάνε και εμείς απλά ακολουθούμε έχοντας σαν βάση κάποια ποτά που η δημιουργία τους δεν ήταν απλά το πάντρεμα γεύσεων από κάποιον μπάρμαν, αλλά ένα ποτό το οποίο είναι άμεσα συνδεδεμένο με το πολιτισμό, τη εξέλιξη, τον πόνο και τη δόξα ενός αιώνιου λαού, όπως μου αρέσει να λέω.Η επιτυχία δεν ήρθε ποτέ από μόνη της, ούτε η αιωνιότητα, αλλά ούτε και η ελευθερία.
Cuba Libre. Ελεύθερη Κούβα. Το έχουμε πιεί, το έχουμε φτιάξει, έχουμε μιλήσει για αυτό και έχουμε ξενυχτήσει μαζί του. Πριν την ελευθερία όμως τι; Αποικισμός στο “νέο κόσμο”, βαρβαρότητα και εντέλει η μαγική λέξη “επανάσταση”. Το Cuba Libre δεν αναφέρεται στον πόλεμο Ισπανών και Αμερικάνων που ξεκίνησε στις 23 Απριλίου του 1898, όταν οι δεύτεροι έστειλαν βοήθεια 300.000 στρατιωτών να βοηθήσουν τον αγώνα 30.000 Κουβανών επαναστατών και τελικά να κερδίσουν την “ελευθερία τους”. Η μορφή του όπως την ξέρουμε εκεί παραπέμπει, η αλήθεια όμως είναι κάτι το οποίο μας δείχνει πως πριν την υλοποίηση υπάρχει μία ιδέα, ένα όνειρο και μία σχεδόν ατομική και άγνωστη προσπάθεια 108 Κουβανών αγωνιστών στη ζούγκλα της Κούβας (1868-1878). Εκεί γεννήθηκε το ποτό της ελευθερίας, εκεί γεννήθηκε το ποτό της επανάστασης, το Canchanchara. Αγκουαρντιέντε (χαμηλής ποιότητας, υψηλόβαθμο απόσταγμα από ζαχαροκάλαμο, που τεχνικά δεν είναι ρούμι) ανακατεμένο με μέλι και φυλαγμένο μέσα σε δερμάτινη θήκη, μαζί με μοσχολέμονο και πορτοκάλι. Αυτό ήταν η αρχή για ό,τι ακολούθησε. Και για την εξέλιξη του ποτού, αλλά κυρίως για την ελευθερία ενός ολόκληρου νησιού και λαού.
Πώς λοιπόν μετά από κάτι τόσο έντονο, αληθινό, γνήσιο και ουσιώδες, τόσα χρόνια αργότερα να μην είναι ακόμα ανεξίτηλο; Πως να μην περάσει στην αθανασία; Πώς περιμένουμε να δημιουργήσουμε κάτι τόσο δυναμικό και άφθαρτο στο πέρασμα των χρόνων όταν δεν έχουμε τέτοια βιώματα και καταστάσεις; Όταν μένουμε θεατές στην εξέλιξη της ιστορίας και το μόνο μας μέλημα είναι η προβολή της δουλειάς μας, του “τέλειου” μπαρ μας και πολλές φορές του “μικρού” και εγωιστικού εαυτού μας…