Δώσε και σε μένα μπάρμαν
Αχιλλεας Αναστασοπουλος•Αλκοολη
Μικρός ήθελες να γίνεις αστροναύτης. Εγώ παλαιοντολόγος. Μου άρεσαν οι δεινόσαυροι. Ακόμα ελπίζω και φαντασιώνομαι ότι κάπου, σε κάποια γωνιά του πλανήτη ζουν κάμποσοι από δαύτους και θα έρθουν μια μέρα να φάνε όλους αυτούς που με ενοχλούν. Οπότε μου φαινόταν πολύ λογικό να ασχοληθώ με κάτι που θα με φέρει κοντά τους, όσο πιο κοντά τους γίνεται δηλαδή δεδομένου ότι έχουν εξαφανιστεί εδώ και μερικά δισεκατομμύρια χρόνια. Αλλά δεν τα κατάφερα ποτέ. Ίσως επειδή δεν έστρωσα τον κώλο μου ποτέ, ίσως επειδή δεν ήθελα αρκετά. Έχουνε μεγάλη διαφορά αυτές οι δύο εκδοχές τελικά;
Αργότερα, έλεγα θα γίνω σχεδιαστής αυτοκινήτων, που τόσο αγαπούσα. Δύσκολες οι αποφάσεις, ξενιτιά –όταν ακόμα ήταν μεγάλη απόφαση να φύγεις οριστικά από τη χώρα, επαγγελματική αβεβαιότητα, πολλά λεφτά που δεν υπήρχαν. Δεν το κυνήγησα ποτέ πραγματικά το όνειρο αυτό, ίσως επειδή ήμουν μαμμόθρεφτος τεμπέλης, ίσως επειδή δεν ήθελα αρκετά. Τελικά έγινα σχεδιαστής, graphic designer για την ακρίβεια, επάγγελμα που επί της ουσίας δεν άσκησα ποτέ. Ευτυχώς εδώ που τα λέμε, γιατί παρόλο το Master και τις καλές επιδόσεις, δεν νομίζω ότι ήμουν πολύ σπουδαίος. Ίσως επειδή δεν ήθελα αρκετά.
Όπως όλοι μας, έχω κάνει και πολλά άλλα επαγγέλματα. Νοερά όμως. Έχω διατελέσει προπονητής ποδοσφαίρου, και στον Ολυμπιακό και στη Μπαρτσελόνα, βοηθός προπονητής μπάσκετ, οδηγός Formula 1 (και ράλι), Δημόσιος Υπάλληλος στο ΙΚΑ, γιατρός του ΕΟΠΥ, γιατρός με ιδιωτικό ιατρείο, σχεδιαστής ρούχων, στυλίστας, αρχιτέκτονας, διακοσμητής και ένα κάρο άλλα. Έχω φυσικά υπάρξει και ταρίφας, και το ταξί μου είχε Taxibeat πριν καν εφευρεθεί, ήταν πολύ καθαρό, έπαιζε Ντεμπισί αντί για σκυλάδικα, μύριζε λεβάντα, έκοβε απόδειξη μαζί με τα ακριβή ρέστα, σας έδινε το κολατσό σας και σας χάιδευε στοργικά στο κεφάλι πριν σας αποχαιρετήσει. Έχω κάνει και πρωθυπουργός. Δεν έπαιζε καμία μίζα όσο ήμουν, όλα λειτουργούσαν τέλεια, σχολεία, νοσοκομεία, αστυνομία, εξωτερική πολιτική, η Ελλάδα ζούσε το Χρυσό Αιώνα του Μερακλή.
Είχα φυσικά και κάμποσα μαγαζιά κατά καιρούς. Καφετέριες, εστιατόρια και μπαρ. Κυρίως μπαρ. Πολύ cool μπαρ. Ήταν στο Κέντρο, αλλά είχανε χώρο και δεν στριμωχνόταν ο κόσμος τις Παρασκευές και τα Σάββατα. Είχανε άριστο εξαερισμό και δεν βρώμαγες ποτέ τσιγαρίλα στα δικά μου μπαρ. Εννοείται ότι δεν μάσησα ποτέ από κυκλώματα τις νύχτας, ε; Ούτε μαφίες, ούτε φασιστοειδή, τίποτα τέτοιο. Ούτε «πόρτα» φυσικά, ούτε παρκαδόροι καβαλημένοι που νομίζουν ότι αντί για υπάλληλοι είναι αφεντικά του πελάτη. Αυτά, γίνονται στα άλλα μαγαζιά, όχι στα δικά μου. Και κέρναγα όχι στα τέσσερα ποτά, στα δύο. Παράδεισος.
Τελευταία, έγινα και λίγο μπάρμαν. Μυήθηκα να ‘ούμε στη γλύκα του κοκτέλι. Στη φίνη ισορροπία που έχει το αλκοόλ σε μια καλή συνταγή, στο άρωμα που σε πλημμυρίζει κάθε φορά που το φέρνεις κοντά στη μύτη σου, στην πολλαπλή διάσταση των γεύσεων και των επιγεύσεων. Και μαγεύτηκα, παρασύρθηκα. Δεν ήταν αρκετό ένα «απλό» ποτό. Και μιας και ήμουν διακοπές και δεν είχα τίποτε από τα απαραίτητα, πήρα ένα σφηνοπότηρο για μεζούρα, ένα μαχαίρι για ανακάτωμα, παγάκια ό,τι έβρισκα, Tanqueray, Campari και Martini Rosso και βάλθηκα να φτιάχνω Negroni(α).
Άμα τη επιστροφή μου δε, το πράγμα σοβάρεψε και αφού δεν ήτο δυνατόν να πηγαίνω στα μπαρ καθημερινά για να φχαριστιέμαι τα ποτά μου, ξέθαψα ένα σέικερ, μου κάναν δώρο και μια μεζούρα κι ύστερα ολ χελ μπρόουκ λους. Παρήγγειλα δεύτερο σέικερ, δεύτερη μεζούρα, στρέινερ, τσιμπίδα, μίξινγκ γκλας, μπάρσπουν, μέξικαν έλμποου, πήρα ποτήρια, γέμισα το ψυγείο με πορτοκάλια, λεμόνια, λάιμ, γκρέιπφρουτ, χυμό ντομάτας, σέλερι, γουόστερ σος, ταμπάσκο, εντ δε λιστ γκόους ον εντ ον. Πήρα και μια αρμαθιά ποτά, καλή τεκίλα μπλάνκο, βερμούτ της προκοπής, ντράι βερμούτ της προκοπής, μπέρμπον, μεσκάλ, συν όλα τα καλούδια που έχει ένα σπίτι ούτως ή αλλέως, αγόρασα μέχρι και παγομηχανή –προσωπικό άγχος αυτό, μην ξεμείνω από πάγο. Εννοείται ότι έφτιαξα και πελώρια κομμάτια πάγου για να μη νερώνει το κοκτέλι… Ε, και λοιπόν; Έφτιαξα πέντε φίνα κοκτέιλ και έγινα μπάρμαν;
Έχω βρεθεί και στην απέναντι πλευρά, λόγω δουλειάς στα περιοδικά αυτοκινήτου και καταλαβαίνω. Έχω οδηγήσει ό,τι μαλακία και ό,τι αμαξάρα έχει κυκλοφορήσει, σε κάθε είδους δρόμο, συνθήκες, πίστες, και έχω διανύσει άπειρα χιλιόμετρα. Και επειδή το αυτοκίνητο το χρησιμοποιούν όλοι καθημερινά και όλοι είναι «γνώστες», και όλοι είναι ειδήμονες, και όλοι είναι οι καλύτεροι (γιέα), έχω νωρίς συμβιβαστεί με την ιδέα του «λέγε λίγα και άσε τους άλλους στη νιρβάνα τους».
Τον πιάνετε το συνειρμό μου ελπίζω. Μπάρμαν ή καλός οδηγός, δεν γεννιέσαι. Γίνεσαι. Μέσα από την εμπειρία, την ενασχόληση, την ταλαιπωρία, τις συνθήκες, τα γαμήσια, τα σπασμένα ποτήρια, τα τρακαρίσματα, τα άδεια μπουκάλια και τα άδεια ντεπόζιτα βενζίνης. Αλλά ακόμα κι έτσι, τίποτα δεν σου εγγυάται ότι θα γίνεις κάτι παραπάνω, τίποτα δεν σου υπόσχεται ότι θα γίνεις «πολύ καλός». Θέλει να ψάχνεσαι συνέχεια, να μη φοβάσαι να φας τα μούτρα σου, να δοκιμάζεις, να ξεγυμνώνεσαι, να μην κωλώνεις. Πάνω απ΄ όλα, θέλει να το λέει η καρδούλα σου. Να το θες πολύ.
Γι αυτό, όλοι μπορούμε να έχουμε άποψη για όλα, αλλά άντε, ξεκαβαλάτε. Αφήστε τον ταξιτζή να έχει το ταξί του, τον σαϊτά να φτιάξει το σάιτ του, τον σπίκερ να κάνει την περιγραφή του, τον αρχιτέκτονα να βάλει το τζάκι εκεί που θέλει, τον προπονητή να κατεβάσει την ενδεκάδα που γουστάρει και τον σκηνοθέτη να πάρει τα πλάνα που του αρέσουν. Χορτάσαμε από ξερόλες και μπορόλες. Αφήστε το γαμημένο τον μπάρμαν να κάνει τη δουλειά του, και αφήστε με κι εμένα να τελειώσω το γαμημένο το κείμενό μου.