Εν τω μπαρ, ο συ μισείς, ετέρω μη ποιήσεις
Guest•Guests, Uncategorized
Του Γιώργου Εξαδάκτυλου*
Δεν θυμάμαι να έχω γνωρίσει πελάτη μπαρ τον οποίο έχω ως “πρότυπο”. Επειδή όμως, βγαίνω έξω τα τελευταία 30 και βάλε χρόνια, και εκ φύσεως παρατηρώ συμπεριφορές πελατών και προσωπικού, θεωρώ ότι μπορώ να κρίνω ποιος δεν είναι ο “καλός πελάτης”:
- Δεν είναι καλός, ο “πελάτης-μάγκας”. Συνήθως άνδρας, γύρω στα 50. Θα ζητήσει επιδεικτικά το ποτό του σκέτο και τον πάγο χωριστά, ώστε “να μην τον κλέψουν στη μεζούρα”. Ο ίδιος θα επιμείνει μεγαλόφωνα στη συνοδό του ότι “δεν το φτιάχνουν έτσι αυτό το κοκτέιλ” και θα προσφερθεί να της αναλύσει τον ορθό τρόπο παρασκευής. Είναι ο ίδιος που, όταν του προτείνεις ένα μπαρ που αγαπάς, θα σε ρωτήσει αν «είναι καθαρά τα ποτά». Συγγενεύει με τον “πελάτη-κολλητάρι” που προσφωνεί τον/την τέντερ με τρόπους όπως “πσσστ”, “κοπελιά” ή απλώς χτυπώντας παλαμάκια. Όπα!
- Δεν είναι καλός, ο “πελάτης-πρήχτης”. Και των τριών φύλων και όλων των ηλικιών. Αυτός θα ζητήσει επανειλημμένα νερό (η μητέρα μου, όταν της έκανα το ίδιο, με ειρωνευόταν ότι έχω υδρωπικία) ή όταν του φέρουν ως παρελκόμενο κράκερ, τσιπς, ελιές ή δεν ξέρω τι άλλο, θα στραβώσει, ζητώντας με επιμονή φυστίκια αράπικα, εννοείται– τα οποία, όταν τα βρει, θα ζητήσει και θα ξαναζητήσει. Είναι αυτός που κάπου έχει διαβάσει για ένα ποτό το οποίο, μολονότι δεν έχει πιει ποτέ, επιμένει να του το σερβίρουν. Όταν λαμβάνει αρνητική απάντηση, αναρωτιέται με δυνατή φωνή “τι θα πιει τώρα” και καταλήγει να ζητήσει “μια μπύρα”…
- Δεν είναι καλός, ο “πελάτης-δεν-ξέρω-τι-θέλω”. Ανήκει συνήθως στο γυναικείο φύλο. Δε με ενοχλεί η συνάφεια με γυναίκα που φέρεται έτσι, η συγκεκριμένη συμπεριφορά χαρακτηρίζεται από νάζι-galore που με εξιτάρει, είμαι όμως σίγουρος ότι ενοχλεί απίστευτα τον/την τέντερ. Μπορεί άνετα να ξεκινήσει την επικοινωνία της με το άτομο πίσω από τη μπάρα ρωτώντας –ναζιάρικα πάντα– “Φτιάχνετε ωραία κοκτέιλ;”. Κατόπιν, θα δηλώσει ότι επιθυμεί “κάτι γλυκό” ή “κάτι γλυκό και ξηρό”, με το νάζι φτάνει σε climactic point. Η ίδια ίσως ζητήσει και ένα γνωστό κοκτέιλ με το εξωτικό όνομα που της το σέρβιραν στο μπιτσόμπαρο που πήγαινε το καλοκαίρι. Όταν ο/η τέντερ της πει ότι δεν το ξέρει και ζητήσει να μάθει τα συστατικά του, εκείνη θα καταλήξει στενάζοντας σε “ένα ποτήρι λευκό κρασί”.
- Δεν είναι καλός, ο “πελάτης-fake-ξερόλας”. Συνήθως άνδρας, ασχέτως ηλικίας, μάλλον γεννήθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και ανδρώθηκε λίγο πριν την οικονομική κρίση. Είναι αυτός που έχει διαβάσει (αλλά όχι τα πάντα), έχει βγει και έχει πιει (αλλά όχι παντού) και θα ρωτήσει αν “η βανίλια είναι Ινδονησίας ή Μαδαγασκάρης” ή αν σε ένα κοκτέιλ βάζουν “μέντα ή δυόσμο” και γιατί το φτιάχνουν με δυόσμο, εφόσον η συνταγή απαιτεί μέντα.
- Δεν είναι καλός, ο “πελάτης-μικρός-εξερευνητής”. Ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου, αποτελεί νομίζω την απελπισία οποιουδήποτε εργαζόμενου αγαπά την καθαριότητα, τάξη και οργάνωση. Θα πιάσει οποιοδήποτε εργαλείο βρει μπροστά του, θα δοκιμάσει κάτι από τα ντεκόρ που βρίσκονται στη μπάρα και θα ανακατώσει τον εξοπλισμό. Θυμάμαι φίλο τέντερ που, πνιγμένος στη δουλειά σε μπάρα υπέρλαμπρου κλαμπ προ δεκαετίας, είχε φρικάρει με “επώνυμη” πελάτισσα που πήρε ένα swizzle stick από ποτήρι στη μπάρα, το έπλεξε στα μαλλιά της ως κοκαλάκι και μετά το επέστρεψε στη θέση του σα να μην έτρεχε τίποτα. Τον λυπήθηκα μεν, αλλά τουλάχιστον έμαθα πώς ονομάζονται αυτά τα ξυλαράκια.
- Δεν είναι καλός, ο “πελάτης-καπαλί-τσαρσί”. Όλων των ηλικιών και όλων των φύλων και φυλών, επίσης. Είναι αυτός που, αφού πιει καλά-καλά, θα προτείνει λύση στο θέμα του λογαριασμού, με τρόπους όπως “Ααα, χρωστάμε 28€. Με 25€ είμαστε ΟΚ;” Ή αυτός που θα απαιτήσει κέρασμα λέγοντας κάτι του τύπου “Πήραμε ήδη τρία, γιατί δεν κερνάς το τέταρτο;” Ο ίδιος είναι στενός συγγενής του “πελάτη-cheapius” που αφήνει φιλοδώρημα σε κέρματα των δέκα, είκοσι ή και πέντε λεπτών του ευρώ, που, μολονότι έχει λάβει πολύ καλή έως άριστη εξυπηρέτηση, δεν αφήνει φιλοδώρημα ή –ακόμη χειρότερα– μαζεύει το φιλοδώρημα που έχει αφήσει κάποιος άλλος από την παρέα του. “Σιγά μωρέ, δουλειά του είναι. Εμένα στη δουλειά μου, μού αφήνουν τιπ;”
- Τέλος, δεν είναι καλός, χωρίς εισαγωγικά, ο αγενής πελάτης που είναι ο χειρότερος όλων. Όλοι, εμού περιλαμβανομένου, ενδέχεται για χίλιους-δυο λόγους να έχουμε υποπέσει σε κάποιο από τα προαναφερθέντα σφάλματα. Ο αγενής όμως, είναι ο πελάτης που είναι έτσι σε κάθε συνδιαλλαγή του, κοινωνική και επαγγελματική, επειδή απλώς έτσι τον ανέθρεψαν. Χαρακτηρίζεται από έλλειψη σεβασμού και αναγνώρισης προς εκείνους που δουλεύουν όρθιοι, που χαμογελούν, που μας φροντίζουν, που μας κάνουν παρέα, που μας ακούνε και που προνοούν για εμάς επί δεκάωρο και βάλε, ανεξαρτήτως προσωπικών προβλημάτων ή θεμάτων υγείας τους.
Τελειώνοντας, δεν μπορώ να μη θυμηθώ τον εαυτό μου κατά το παρελθόν, ως πελάτη σε μερικά «μεγάλα» εστιατόρια και μπαρ στην Αθήνα και στο εξωτερικό. Ποτέ δεν αντιμετώπισα σνομπισμό ή ειρωνεία από τέντερ, μετρ ή σερβιτόρο και τυπική μεν αλλά αδιάφορη εξυπηρέτηση. Φιλοδώρημα άφηνα, αλλά όσο μου επέτρεπε η τσέπη μου. Ήμουν χαλαρός, αμιγώς ειλικρινής και αφηνόμουν στην εμπειρία με το ανάλογο δέος, χωρίς να το κρύβω. Μήπως, τελικά, αυτή είναι η σωστή συμπεριφορά του «καλού πελάτη»;
*Ο Γιώργος Εξαδάκτυλος έχει υπάρξει πελάτης πολλών και διαφορετικών μαγαζιών της Αθήνας επί περίπου 30 χρόνια. Λόγω δουλειάς, έχει επισκεφτεί επίσης πολλά μαγαζιά της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ασίας. Εκτιμάει τη ζωή στην πόλη τη νύχτα και σέβεται όσους εργάζονται σκληρά και έντιμα για να την προσφέρουν.