Θέλει και το καζίνο το αλκοόλ του
Guest•Guests
*της Ευθυμίας Γιώσα
Ανάμεσα σε μπίλιες, ρουλέτες και τυχερούς αριθμούς, ο αναγνώστης του «Χορού των Ρόδων» θα συναντήσει ορισμένες από τις πιο απτές και ευθύβολες περιγραφές για το ποτό.
Στις λίγο παραπάνω από πεντακόσιες σελίδες που έγραψε ο Αντώνης Σουρούνης τη δεκαετία του ’90 και οι οποίες συνιστούν εδώ και κάμποσα χρόνια το (εκπληκτικό) μυθιστόρημα «Ο Χορός των Ρόδων» (Εκδόσεις Καστανιώτη), τα ποτήρια των ηρώων δεν περιέχουν τίποτα ασυνήθιστο ή εξεζητημένο. Γεμίζουν με μπίρα, ουίσκι, κρασί, ενίοτε με σαμπάνια –ειδικά όταν έχει προηγηθεί ένας θρίαμβος πονταρισμάτων–, σπάνια με άσπρο σέρι, ή με ένα (κερασμένο) Μεταξά, δηλαδή με το «καλύτερο Μεταξά», εκείνο από το «άσπρο πήλινο μπουκάλι», το οποίο τυγχάνει να γεύονται απαίδευτοι ουρανίσκοι που δεν καταλαβαίνουν την αξία του. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, o Νούσης, Έλληνας μετανάστης στη Γερμανία, φαίνεται να δείχνει μια προτίμηση στο (μολτ) ουίσκι τις ώρες που σημειώνει νούμερα κι άλλα νούμερα προσπαθώντας να βγάλει άκρη με τη ρουλέτα – μάλιστα, στο Μόντε Κάρλο επισκέφθηκε ένα μπαρ και, αφότου «παραδέχτηκε πως ήταν το ωραιότερο μπαρ που είχε βρεθεί στη ζωή του», παρατήρησε ότι «η ξύλινη επένδυση, τα δερμάτινα καθίσματα, το φως, ακόμα κι ο αέρας που κυκλοφορούσε στην ατμόσφαιρα, όλα είχαν το μελί χρώμα του καλού ουίσκι»
Όταν ο Νούσης ερωτεύτηκε την Ιρίνα και η Ιρίνα ερωτεύτηκε τον Νούση, κάθε δεύτερο πρωινό εκείνος πήγαινε στο πολυκατάστημα Hertie κι αγόραζε ένα σωρό καλούδια με τα οποία γύριζε περήφανος στο σπίτι. Ενίοτε πήγαινε κι εκείνη μαζί του, όπως τότε που σταμάτησαν μπροστά από έναν πάγκο, τον οποίο δεν είχε τύχει να ξαναδούν, όπου «ένας ηλικιωμένος άντρας με καρό σκοτσέζικο κοστούμι και ανάλογη γραβάτα, τοποθετούσε με σίγουρες κινήσεις και γνώσεις τις φιάλες στη σειρά τους». Όπως ίσως φαντάζεστε, «ετοιμαζόταν να υποδεχτεί κόσμο και να υποδείξει κρασιά», γι’ αυτό και «χάρηκε που είδε τον Νούση και την Ιρίνα να σταματούν στον πάγκο του και να τον περιεργάζονται, όπως αν πουλούσε ωδικά πουλιά. Προφανώς, η πείρα του επεκτεινόταν και πέρα από την οινοποιία και οινοποσία […]. Θεώρησε ότι με το να μεταδώσει σ’ αυτούς τους νέους ευτυχισμένους ανθρώπους μερικές από τις πολύτιμες γνώσεις του, η μέρα τους θα συνεχιζόταν καλά κι ακόμα καλύτερα η δικιά του». Όπερ και εγένετο. «Τους πρόσφερε να δοκιμάσουν τα περισσότερα άσπρα κρασιά εξηγώντας την προέλευση και τα αποτελέσματά τους. Μετά έκανε το ίδιο και με τα κόκκινα». Η ηδονή της δοκιμής φτάνει στο απόγειό της όταν ο κύριος προσφέρει στην Ιρίνα ένα κόκκινο που αποτελεί «την κορωνίδα των κρασιών που βλέπετε», όπως την ενημερώνει, ενώ ήταν κάθετος και για το μετέπειτα της δοκιμής: «Μετά δε θα βάλετε στο στόμα σας τίποτ’ άλλο». «Πράγματι, ήταν ένα εξαίρετο κρασί και η Ιρίνα το κράτησε στο στόμα της για πολύ, γλείφοντάς το και βγάζοντας μακάρια βογγητά, ώσπου το κατάπιε γελώντας δίχως φανερό λόγο».
Αυτό το βιβλίο εκτός από σωματικό, εκτός από γήινο, είναι και… νωπό, σαν το φαγοπότι του Νούση με τον Τάκη στο πάρκο. Κρατώντας δυο μπουκάλια κρασί και ορισμένα εκλεκτά εδέσματα που πριν από λίγο είχε πάρει από ένα ακριβό παντοπωλείο της Φρανκφούρτης, ο Τάκης προσκαλεί τον Νούση σε γεύμα. «Σταμάτησαν σε ένα ξέφωτο, όπου βρίσκονταν στερεωμένα στη γη τέσσερα μαρμάρινα τραπέζια, έρημα και κρύα σαν τάφοι. Κάθισαν σ’ ένα απ’ αυτά» και από τις τσάντες βγήκαν, μεταξύ άλλων, καπνιστός σολομός και φουά γκρα χήνας. Έπειτα, ο Τάκης «ζούπηξε με το δάχτυλο τους φελλούς από τα δύο μπουκάλια και γέμισε τα χάρτινα ποτήρια», και περίπου τότε ήταν που έπεσε η πρώτη ψιχάλα. Αυτή έφερε τη δεύτερη, η δεύτερη την τρίτη, μέχρι που ξέσπασε κανονική βροχή· κι ενώ «τα νερά κυλούσαν από πάνω τους», οι δυο φίλοι «εξακολουθούσαν να τρώνε και να πίνουν γελώντας». Δε γέλασε, όμως, κι ο Άλεξ μια μέρα που είδε τον Νούση καθισμένο, με ένα μπουκάλι Σαμπλί μέσα στα πόδια του προσπαθώντας να το ανοίξει. «Τι πρόστυχος τρόπος είναι αυτός», του είπε, «να ανοίγεις ένα τόσο ευγενικό κρασί; Δε θέλει ν’ ανοίξει έτσι, δεν το βλέπεις; Σε πολλά μπουκάλια πρέπει να συμπεριφέρεσαι όπως στους ανθρώπους, με σεβασμό και κατανόηση». Στο μεταξύ, το Σαμπλί κάνει συχνά πυκνά την εμφάνισή του στα κεφάλαια, άλλοτε συνοδευόμενο από μια πιατέλα τυριών κι άλλοτε από μια δωδεκάδα στρείδια, τον ήλιο και τη θέα της θάλασσας.
Όμως οι φανατικοί της μπίρας καλά θα κάνουν να μην εγκαταλείψουν ακόμη την ανάγνωση, διότι ακολουθεί μια τρόπον τινά υπεράσπισή της. «Του άρεσε που η κόρη του αγαπούσε την μπίρα. Παρόλο που ο ίδιος δεν την πολυέπινε, τη θεωρούσε καθαρά αντρικό ποτό, και μάλιστα του προλεταριάτου […]. Ο Άλεξ είχε δοκιμάσει όλα τα ποτά του κόσμου, αλλά προπάντων είχε δει άλλους να τα δοκιμάζουν μπροστά του και είχε κάνει τις διαγνώσεις του. Αν το ουίσκι σ’ έκανε φιλοσοφημένο και η σαμπάνια τσεβδό, ερωτιάρη και αλλήθωρο, η μπίρα ήταν εκείνη που έλυνε τη γλώσσα. Η μπίρα τα έβγαζε όλα από μέσα σου κι όταν συνέχιζες να πίνεις και δεν είχε τι άλλο να βγάλει, τότε έβγαινε κι η ίδια και ησύχαζες». Κάπου στη Βενετία, ο Νούσης δοκιμάζει κάποια τσεχοσλοβάκικη ετικέτα, ακόμη και στηριζόμενος στις πατερίτσες του προσπαθεί να ανοίξει μία, περιμένοντας το λεωφορείο πίνει και δεύτερη συνοδεία τσιγάρου και λουκάνικων Φρανκφούρτης.
Αυτό το βιβλίο, λοιπόν, εκτός από σωματικό, γήινο και νωπό, είναι και αποφθεγματικό, όμως όχι με έναν θεωρητικό, αποστειρωμένο και αφ’ υψηλού τρόπο. Όταν το βίωμα έχει προηγηθεί του λόγου, αυτός συνήθως έχει κάτι από την αμεσότητα αλλά και το αναντίλεκτο των υλικών, φθαρτών πραγμάτων. «Σιγά σιγά όλοι οι μπάρμπαν αποκτούν όχι μόνο το σχήμα των μπουκαλιών που τους περιτριγυρίζουν αλλά κι ένα χαρακτήρα αντιστρόφως ανάλογο με τον ευμετάβλητο χαρακτήρα της αλκοόλης» – και της μπίλιας. Εις υγείαν αυτής και των (απολαυστικών) παικτών του Σουρούνη, λοιπόν!
*Εν αρχή, ήταν Μάιος του 1991 όταν η Ευθυμία Γιώσα γεννήθηκε στα Ιωάννινα. Σπούδασε βιολογία και βιοπληροφορική, προσώρας κυκλοφορούν δύο βιβλία της, ενώ ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να βρει διάφορα κείμενά της στο διαδίκτυο. Λόγω καταγωγής, έχει αδυναμία στο τσίπουρο (και σε ό,τι το θυμίζει), έχει ανοίξει έναν σεβαστό αριθμό μπουκαλιών με κρασί, ενώ ξεκίνησε να πίνει ουίσκι αφότου είδε το «Μερίδιο των αγγέλων».