Καππαδοκία και κρασί: εκεί που αρχίζει η ιστορία…
Μαρια Τζιτζη•«Ἐν ἀρχῇ οιν-ο-λόγος»
Στα βάθη της Μικράς Ασίας, στο κέντρο της Ανατολίας, σε υψόμετρο 1.300 μέτρων και σαν αποτέλεσμα της έκρηξης 19 ηφαιστείων (Αργαίος, Μελεντίζ και Χάζανταγκ τα τρία μεγαλύτερα), υπάρχει ένα σύνολο γεωλογικών σχηματισμών, χάρμα οφθαλμών, που ανήκει στη λίστα των μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco (1985) και αποτελεί την Καππαδοκία και το οροπέδιο της.
Σπάνιας και μοναδικής ομορφιάς η Καππαδοκία, η χώρα των όμορφων αλόγων όπως δηλώνει το περσικό της όνομα Katpaduka, έκτασης συνολικά 5.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, είναι το αποτέλεσμα γεωλογικών φαινομένων που διήρκεσαν εκατομμύρια χρόνια. Ξεκινώντας από τις ηφαιστειακές εκρήξεις που σχημάτισαν τις βαθιές κοιλάδες και τις πλαγιές, φυσικά φαινόμενα όπως πλημμύρες, βροχοπτώσεις και ισχυροί άνεμοι, σμίλεψαν και διαμόρφωσαν σιγά-σιγά τα συμπαγή πετρώματα σε κώνους, λόφους και καμινάδες. Ένα σύνολο από χιλιάδες μονόλιθους, άλλοτε μεμονωμένους κι άλλοτε σε συστάδες, που ορθώνονται ατενίζοντας περήφανα τον ουρανό, μαγνητίζοντας και σαγηνεύοντας με εκπληκτικό τρόπο.
Από τους πλέον γνωστούς και διάσημους σχηματισμούς της Καππαδοκίας, είναι οι «νεραϊδοκαμινάδες», κώνοι στο σχήμα, με ύψος που κάποιες φορές αγγίζει τα 40 μέτρα, και με ένα χαρακτηριστικό καπέλο από βασάλτη στην κορυφή.
Οι ιδιαίτερες θερμομονωτικές ιδιότητες των ηφαιστειακών πετρωμάτων σε συνδυασμό με την εύκολη σμίλευση τους, αποτέλεσαν τους κύριους λόγους που οι Καππαδόκες, πολύ νωρίς έστρεψαν την προσοχή τους στη βέλτιστη αξιοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος, δημιουργώντας έτσι υπόσκαφα, μέσα στα οποία και ζούσαν. Από τις υπόγειες πόλεις που δημιούργησαν οι τρωγλοδύτες που έζησαν εκεί, δεν λείπουν ακόμα και τα πατητήρια για τα σταφύλια, απόδειξη της σημαντικής οινικής δραστηριότητας περιοχής.
Οινική παραγωγή στην Καππαδοκία
Η αμπελοοινική παράδοση της περιοχής, από τις πλέον παλαιές στο κόσμο, μετράει τουλάχιστον τέσσερεις χιλιετίες χρόνια πίσω, αφού η ιστορία του κρασιού ανάγεται στην ευρύτερη περιοχή ανάμεσα στην Αρμενία, την Περσία και την Ανατολία. Το ευρωπαϊκό αμπέλι, vitis vinifera, προερχόμενο από την περιοχή της Καυκασίας (ανάμεσα στην Μαύρη θάλασσα και την Κασπία), εξαπλώθηκε προς τα νότια και τη Μέση Ανατολή, βρίσκοντας τις ιδανικές συνθήκες στην εύφορη γη της Μεσοποταμίας –έτσι ονόμασαν οι Έλληνες την περιοχή ανάμεσα στα ποτάμια Τίγρη και Ευφράτη, που σήμερα είναι διασπασμένη στο Ιράκ, την Τουρκία, το Ιράν και τη Συρία, και τα τριγύρω εδάφη.
Στη μακραίωνη αυτή παράδοση της Καππαδοκίας στην παραγωγή κρασιού, που αναζητά τις ρίζες της πριν την εποχή των Ασσυρίων και των Χετταίων, συνεισφέρει το απόλυτο ηφαιστειογενές terroir, που «ζει» και εξελίσσεται στην περιοχή για περισσότερα από 70 εκατομμύρια χρόνια. Η περιοχή είναι καλυμμένη από σχεδόν οριζόντια στρώματα ηφαιστειακής λάβας, στάχτης και τόφφων, που έχουν πάχος αρκετές εκατοντάδες μέτρα, στοιχεία στα οποία, εκτός από τη δημιουργία των χιλιάδων βραχοκολώνων, οφείλεται και η μοναδικότητα στην καλλιέργεια του αμπελιού και την ποιότητα του κρασιού. Όπως και σε άλλα ηφαιστειογενή εδάφη, η καταστροφική μάστιγα της Ευρώπης, η φυλλοξήρα δεν κατάφερε να επιβιώσει εκεί, και ως εκ τούτου υπάρχουν σήμερα αμπέλια υπεραιωνόβια.
Από τις τουλάχιστον 1.200 γηγενείς ποικιλίες σταφυλιών που υπάρχουν στην Τουρκία, πολλές καλλιεργούνται στην Καππαδοκία και την αμπελουργική της ζώνη που εκτείνεται από το Νεβσεχίρ μέχρι την Καισάρεια.
Το κλίμα της Καππαδοκίας
Η συνεισφορά του ηπειρωτικού κλίματος με τους δριμείς χειμώνες και τα ηλιόλουστα καλοκαίρια, αλλά και το ηφαιστειογενές του εδάφους, σε σύνδεσμο με την παρουσία του πηλού, είναι απολύτως σημαντικά. Το καλοκαίρι, οπότε και οι βροχές σπανίζουν, οι ηφαιστειακές πέτρες, πλούσιες σε νερό από το χειμώνα, ποτίζουν τα αμπέλια, δίνοντας στο μικροκλίμα της περιοχής μια μοναδική διάσταση.
Η λευκή ποικιλία Εμίρ, ευδοκιμεί εδώ με ιδανικό τρόπο, δίνοντας κρασιά με προσωπικότητα, με ανθικά και ορυκτά αρώματα. Από τις αυτόχθονες ποικιλίες της περιοχής και της Μεσοποταμίας όμως, η ερυθρή Ουκούζγκουζου (Το μάτι του βοδιού) με τις πολύ έντονες ανθοκυάνες και τον τανικό χαρακτήρα, ξεχωρίζει και εντυπωσιάζει.
Η ευκολία της λάξευσης των βράχων αξιοποιήθηκε επιπλέον στη δημιουργία είτε φυσικών δεξαμενών οινοποίησης, είτε καβών για ωρίμανση και παλαίωση των κρασιών, σε θερμοκρασίες σταθερές που δεν ξεπερνούν τους 15-16ο C χειμώνα και καλοκαίρι.
Οι Χεταίοι, οι Έλληνες και στη συνέχεια οι Ρωμαίοι αντιμετώπισαν το κρασί σαν τρόφιμο, ισάξιο του ψωμιού και του ελαιόλαδου, αξιοποιώντας τον καρπό του αμπελιού με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η άφιξη των μουσουλμάνων, έφερε την απαγόρευση της κατανάλωσης της αλκοόλης, όμως δεν ανέστειλε την παραγωγή κρασιού, η οποία συνεχίστηκε χάρη στους Έλληνες και τους Αρμένιους που ζούσαν στην περιοχή, μέχρι το 1920.
Αν και η ιστορία επιφύλασσε συγκλονιστικές αλλαγές για τους Χριστιανούς που ήταν οι κύριοι κάτοικοι της Καππαδοκίας, αφού εκδιώχθηκαν βιαίως από την γη τους, τα αμπέλια τους ευτυχώς δεν εκριζώθηκαν. Ένα πολύ μικρό μέρος όμως της συνολικής καλλιέργειας μετατρέπεται σήμερα σε κρασί (μόλις το 2% της συνολικής παραγωγής) στα σχετικά σύγχρονα οινοποιεία της περιοχής, που κάνουν αξιόλογες προσπάθειες να αναδείξουν τη μοναδικότητα της Καππαδοκίας μέσα και από την οινική της κουλτούρα.
All photos by Maria Tzitzi