Boho, ρομαντισμός και οινοπνεύματα
Βασιλης Τσομπανιδης•Ήτανε μια φορά...
Θα ήθελα να γυρίσετε μαζί μου 150 χρόνια πίσω και να μεταφερθούμε σε μια συνοικία του Παρισιού.
Τότε που σε μια απλή βόλτα, σε κάποιον κεντρικό δρόμο, θα μπορούσες με ευκολία να ακούσεις εκφράσεις όπως «Καλημέρα πολίτη», ή θα ήταν εξαιρετικά πιθανό να πετύχεις τον Σαρλ Μποντλέρ να κάθεται στο γωνιακό μπιστρό και να του πεις ευθέως πως πάσχει η πνευματική του υγεία και πως πρέπει να κόψει το αψέντι γιατί είναι επικίνδυνος για την κοινωνία με αυτά τα αίσχη που γράφει.
Στέκομαι λίγο εδώ, και σας ρωτώ: τί αναζητούσαν εκείνη την εποχή από το αλκοόλ; Γιατί, οι άνθρωποι των τεχνών, μέθυσοι και αλλόφρονες καθώς ήταν, αποτέλεσαν τους κρίκους μιας αλυσίδας που ονομάστηκε «ρομαντισμός»;
Αλκοολικός ρομαντισμός
Οι ραγδαίες ανακατατάξεις σε κοινωνικό και πνευματικό επίπεδο, που ουσιαστικά «έντυσαν» την ανάπτυξη της βιομηχανίας και του τρόπου παραγωγής πλούτου, φαίνεται να επηρέασαν τους ανθρώπους που διέθεταν πιο «ευαίσθητο» νου. Εκείνους, που η αντίληψή τους και η ανάγκη έκφρασής της, δεν μπορούσε να οριοθετηθεί και να βιομηχανοποιηθεί. Ανθρώπους εύκολους στον εθισμό, ανθρώπους με διαρκή αδιαφορία για τη ζωή, σπάταλους και ξένοιαστους. Μποέμ.
Έτσι, ενάντια στη μπουρζουαζία που μεθούσε με το γάντι σε δεξιώσεις και κοινωνικές συναθροίσεις με σκοπό την άσκηση επιπλέον επιρροής στην εξουσία, υπήρχαν και οι άλλοι, οι αδέκαροι, που μεθούσαν απροκάλυπτα, γιατί αγαπούσαν μια γυναίκα, ή μια τέχνη, περισσότερο κι απ’ τον ίδιο τους τον εαυτό.
Σίγουρα, δεν ήταν το αλκοόλ, είτε αυτό το λένε αψέντι, είτε μπράντι ή ακόμα και παστίς, που τους οδήγησε στην αιωνιότητα, αποτέλεσε όμως ένα μέσο σύνδεσης και αποσύνδεσης του συνειδητού και του πνευματικού τους κόσμου με τον καμβά, το χαρτί και την πένα, το πιάνο.
Τιμητές από άποψη ή από σύμπτωση της «πράσινης ώρας» (l’heure verte), ρομαντικοί της μοντέρνας τέχνης, μποέμ κορίτσια με λυτά μαλλιά και πολύχρωμα ρούχα, αποτελούσαν την ζηλευτή και άπιαστη, από την πλούσια αστική τάξη, ελαφρότητα της ύπαρξης, αβίαστης από κλισέ και κατακερματισμένα «θέλω».
Και φτάνουμε στην Μπελ Επόκ, με τη σαμπάνια να τελειοποιείται, τους πρώτους οίκους μόδας να εμφανίζονται, με τα βαγόνια να έχουν πρώτη και δεύτερη θέση, και τους μποέμ να είναι πλέον στα καλύτερα και πιο απελευθερωμένα χρόνια τους, στα καμπαρέ της Μονμάρτης, με το εξαιρετικό δικαίωμα να απολαμβάνουν τη ζωή ως φτωχοί, ονειροπόλοι και δημιουργικοί.