Στο μπαρ
Αχιλλεας Αναστασοπουλος•Αλκοολη
Δεν είχαμε ραντεβού. Όποτε θέλαμε λίγο να χαλαρώσουμε, πεταγόμασταν ως το μπαρ. Έτσι κι αλλιώς τους ξέραμε όλους εκεί μέσα ή τουλάχιστον ήταν γνωστοί γνωστών. Ήταν μάλλον υπερβολικά φωτεινό για μαγαζί του είδους και ψηλοτάβανο, πολύ ψηλοτάβανο, μα λειτουργούσε μόνο το ένα επίπεδο, και έπινες το ποτό σου με ένα τεράστιο κενό να κρέμεται πάνω από το κεφάλι σου. Είχε τοίχους λευκούς, που έμοιαζαν να χουν πέντε-έξι χρόνια να βαφτούν. Είχε και κάποιες μπλε επιφάνειες φτιαγμένες με φρέσκια γυαλιστερή μπογιά σα λάκα που έφτυναν στα μούτρα της κάθε σπουδαγμένης διακοσμήτριας, ταιριάζοντας αρμονικά με τους ελαφρώς κιτρινισμένους σοβάδες της τοιχοποιίας.
Είχε ένα ντιτζέι, φιλαράκι με όλους, που σχεδόν δεν χρειαζόταν να κάνει πρόγραμμα, αφού δεν χάλαγε χατίρι σε κανέναν μας. Του έλεγες τι ήθελες να ακούσεις κι αυτός βάραγε. Έβρισκε τρόπο να τα συνδυάσει όλα, βασιζόμενος κυρίως σε μια μάλλον σιωπηρή συμφωνία ανοχής των θαμώνων μεταξύ μας. Κι από ποτά είχε τα πάντα, από καφέδες και χυμούς, μέχρι σκληρό αλκοόλ, σφηνάκια και κοκτέιλ από ειδικό κοκτέιλιαν μιξολόγο. Το πιο γαμάτο όμως ήταν ότι είχε κι ένα χώρο με ταμπέλα «Ό,τι γουστέρνεις» που μπορούσες να φτιάξεις ό,τι ποτό γούστερνες και βέβαια με χαμηλότερο σελφ-σέρβις αντίτιμο. Ήθελες μια σόδα, έπαιρνες μια σόδα, πάγο και ποτήρι. Ήθελες margarita γιατί πίστευες ότι την φτιάχνεις καλύτερα από το μπάρμαν, έφτιαχνες τη maragarita σου. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι, ο πελάτης έπινε ακριβώς αυτό που του άρεσε και του μπάρμαν δεν του πρήζονταν τα συκώτια.
Υπήρχαν μέρες που από την ώρα που πέρναγες την πόρτα, μέχρι να φτάσεις στο μπαρ χρειαζόσουν μια-μιάμιση ωρίτσα. Πέρα από τις κλασικές χαιρετούρες, με τόσο κόσμο, πάντα είχες κάτι να κάνεις. Στεκόσουν λίγο και άκουγες τι συζήταγαν οι διπλανοί σου κι αν σου κέντριζε το ενδιαφέρον άραζες μαζί τους και έπαιρνες μέρος στην κουβέντα. Αν βαριόσουν, μπορούσες απλά να κάτσεις χωρίς να μιλάς. Άλλωστε, αν κάποιος έλεγε κάτι που συμφωνούσες, δεν κόστιζε τίποτα να γνέψεις καταφατικά κουνώντας με ρυθμό το κεφάλι σου. Ή μπορούσες απλά να γελάς με αυτούς που παθιάζονταν και όχι απλά έγνεφαν, αλλά επιδοκίμαζαν δυνατά, συχνά με κραυγές.
Υπήρχαν παρέες, πιο κλειστές, από άτομα που γνωρίζονταν καλά. Υπήρχαν και παρεάκια με γνωριμίες πιο περιστασιακές. Άλλοι συζήταγαν για την «πουτάνα τη Μέρκελ», άλλοι για το πώς ο Καμίνης συμμάζεψε τα οικονομικά του Δήμου. Άλλοι τσακώνονταν για το αν αξίζει να παίζει ο Σέποβιτς στον Γαύρο, κι άλλοι για το τέταρτο σερί πρωτάθλημα του Φέτελ. Άλλοι για μόδα, άλλοι για αυτοκίνητα, άλλοι για αεροψεκασμούς, άλλοι για ένα παιδάκι που αρρώστησε κι άλλοι για ένα βίντεο που είδαν στο “γιουτουμπέι”. Η οικειότητα που δημιουργούσε αυτός ο χώρος ήταν μοναδική. Με τόσο κόσμο δε, και τόση χαλαρότητα, ανοίγονταν και νέοι ορίζοντες στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Σε πολλές κουβέντες, οι ειρωνείες έδιναν κι έπαιρναν, αλλά οι εντάσεις συνήθως σταματούσαν τόσο απλά όσο ξεκινούσαν. Εκεί μέσα, ένιωθες μια ελευθερία, που σε άλλα μέρη θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια σε παρεξήγηση ή καυγά. Εδώ όμως το ακραίο, δεν συνέβαινε ποτέ. Ούτε θα λύναμε τα προβλήματα της ζωής μας, ούτε μπορούσαμε να πείσουμε τον άλλο για την άποψή μας. Δεν χρειαζόταν άλλωστε. Είναι μια ιδιότυπη μορφή Δημοκρατίας κι αυτή. Όλοι, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι, γνώριζαν ότι είχαμε πάει εκεί για να περάσουμε καλά. Και όντως, περνάγαμε καλά στο μπαρ Facebook.