Armagnac: Το πρώτο, ιστορικά, απόσταγμα οίνου στη Γαλλία
Γιαννης Κοροβεσης•Articles
Το έτερο αδελφάκι του πιο ξακουστού γαλλικού μπράντι, του cognac, μπορεί να υστερεί σε φήμη, αναγνωρισιμότητα, όγκο και αξία παραγωγής έναντι αυτού, αποτελεί όμως εθνική κληρονομιά της Γαλλίας και το πρώτο, ιστορικά, γαλλικό μπράντι που δημιουργήθηκε. Χρησιμοποιώντας πρακτικές παραγωγής που έχουν τις ρίζες τους στον 15ο αιώνα, το armagnac πέρασε μια φάση αναδιαμόρφωσης τον 19ο με την εφεύρεση του αποστακτήρα συνεχούς απόσταξης του Robert Stein και πλέον διατηρεί ως κατηγορία ένα πολύ μικρό μερίδιο της παγκόσμιας παραγωγής, χωρίς να φαίνεται και ιδιαίτερα πρόθυμο να την αυξήσει.
Η ιστορία του armagnac
Η ιστορική του πρωτιά, έναντι του cognac, αιτιολογείται απόλυτα καθώς η περιοχή της Γασκώνης που παραδοσιακά αλλά και θεσμικά πλέον μπορεί να παράγει armagnac βρισκόταν ανέκαθεν σε άμεση επαφή με τις περιοχές της Ιβηρικής χερσονήσου, ως το νοτιότερο σύνορο της γαλλικής αυτοκρατορίας. Έτσι, οι κάτοικοί της –κυρίως Βάσκοι σε εθνικότητα- ήταν οι πρώτοι που ήρθαν σε επαφή με τους Μαυριτανούς, από τους οποίους και διδάχθηκαν την τέχνη της απόσταξης! Από τη βασκική κληρονομιά της περιοχής δε, προέρχεται και το σχήμα των περισσοτέρων φιαλών armagnac.
Η Γασκώνη βρίσκεται στους βόριους πρόποδες των Πυρηναίων ορέων ενώ την διατρέχει ο ποταμός Γαρούνας. Έγινε πασίγνωστη από τον Κόμητα Ντ’Αρτανιάν, που βρέθηκε στην υπηρεσία του «Βασιλιά Ήλιου» Λουδοβίκου ΙΔ’ της Γαλλίας και που αργότερα ενέπνευσε τον Αλέξανδρο Δουμά για το έργο του «Οι Τρεις Σωματοφύλακες».
Η περιοχή πλέον είναι γεμάτη από μεσαιωνικές πόλεις και σατό, διασκορπισμένα ανάμεσα σε δάση, λοφίσκους και φάρμες με πάπιες, που προορίζονται κυρίως για την παραγωγή του φημισμένου σε όλο τον κόσμο φουά γκρα.
Ο αμπελώνας
Το armagnac λοιπόν παράγεται βάσει νόμου από το 1936 εντός της οριοθετημένης γεωγραφικά περιοχής του appellation d’origine contrôlée Côtes de Gascogne. Εντός του ίδιου AOC παράγεται και ένα απεριτίφ με βάση το κρασί, στο πλαίσιο της λογικής του Pineau des Charentes, το Floc de Gascogne. Ο αμπελώνας του διαθέτει 15.000 εκτάρια γης, επάνω σε συνολικό εμβαδό 40.000 εκταρίων, από τα οποία μόλις τα 5.200 προορίζονται για την παραγωγή του armagnac.
Η περιοχή παραγωγής armagnac χωρίζεται σε τρεις μεγάλες υποπεριοχές, σε τρία cru –έναντι των έξι του cognac-, το Bas-Armagnac, το Armagnac-Ténarèze και το Haut-Armagnac. Η συνηθέστερη πρακτική στην παραγωγή του armagnac περιλαμβάνει ανάμειξη των αποσταγμάτων από τις τρεις αυτές περιοχές, εκτός και αν κάποια από αυτές αναφέρεται στη φιάλη, οπότε και πρόκειται για αποστάγματα μόνο από αυτήν.
Η απόσταξη
Ιστορικά λοιπόν το armagnac αποστάχθηκε σε άμβυκες οι οποίοι κατασκευαστικά ήταν ταυτόσημοι με τους πρώτους άμβυκες που έφεραν οι Άραβες στην Ευρώπη. Έτσι, τα πρώτα armagnac παράγονταν με διπλή, ασυνεχή απόσταξη σε παρτίδες. Τα ιστορικά τους κατάστιχα αναφέρουν πως το 1818, δέκα ολόκληρα χρόνια πριν την πατέντα του συνεχούς αποστακτήρα από τον Robert Stein, δημιουργήθηκε ένα σύστημα απόσταξης συνεχούς λειτουργίας. Ήταν η στιγμή που στην περιοχή της Γασκώνης εισήχθη η συγκεκριμένη μέθοδος που αργότερα δημιούργησε ολόκληρη παράδοση στο armagnac.
Πλέον, το armagnac, βάσει ολοκαίνουριου νόμου απαιτεί από τους παραγωγούς να χρησιμοποιούν απαραιτήτως ΚΑΙ συνεχή απόσταξη, κάτι που άλλωστε αποτυπώνεται και στα νούμερα τους. 95% περίπου της παραγωγής προέρχεται από αποστάγματα συνεχούς απόσταξης, ενώ ένα 5% περίπου αφορά αποστάγματα διπλής απόσταξης με άμβυκες που χρησιμοποιούνται και στο Κονιάκ.
Η ιδιαιτερότητα της συνεχούς απόσταξης αντικατοπτρίζεται απόλυτα στο τελικό παραχθέν απόσταγμα, το οποίο μπορεί να αποσταχθεί σε πολύ χαμηλούς τελικούς αλκοολικούς βαθμούς (μέχρι 52%), έτσι εκφράζεται με αρκετά διαφορετικά αρώματα. Το τελικό απόσταγμα συνήθως βρίσκεται μεταξύ 52% και 60%, ενώ αντίστοιχα στο cognac και γενικά στους άμβυκες που χρησιμοποιούνται εκεί, παράγεται ένα απόσταγμα γύρω στο 70%.
Εκτός όμως από το διαφορετικό terroir και τη διαφορετική μέθοδο απόσταξης, χρησιμοποιούνται και διαφορετικές ποικιλίες σταφυλιού. Παραδοσιακά η ποικιλία που συναντάται είναι η Folle Blanche, ενώ πλέον μαζί με τις Colombard, Ugni Blanc και Baco, αποτελούν τις πλέον χρησιμοποιούμενες ποικιλίες. Βάσει νόμου επιτρέπονται και οι: Clairette de Gascogne, Jurançon blanc, Plant de graisse, Meslier Saint François, Mausac blanc και Mausac rose.
Η ωρίμαση
Στα της ωρίμασης, χρησιμοποιούνται τεχνικές παρόμοιες με αυτές του cognac, μόνο που τα βαρέλια από το γειτονικό δάσος Monlezun κατασκευάζονται ελαφρώς μεγαλύτερα σε όγκο (400lt). Και ενώ στο cognac εσχάτως ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν την έννοια της δυναμικής ωρίμασης, αλλάζοντας θέση, βαρέλι, ακόμη και τάβλες σε αυτό, φαίνεται πως στο armagnac επωφελούνται ιδιαιτέρως από τη μετακίνηση του αποστάγματος, την ανακίνηση και τον «αερισμό» του από βαρέλι σε βαρέλι, χρησιμοποιώντας αντλίες και δίκτυα σωληνώσεων.
Ένα τελευταίο στοιχείο που χαρακτηρίζει την παραγωγή του armagnac, είναι η πολύ συνηθισμένη πρακτική ωρίμασης και εμφιάλωσης χρονολογημένων αποσταγμάτων. Εκεί, όπως είναι φυσικό, αναφερόμαστε σε αποστάγματα συγκεκριμένης χρονιάς τρύγου, τα οποία ωριμάζουν και εμφιαλώνονται χωρίς την ανάμειξη με διαφορετικής ηλικίας αποστάγματα.