Morning Glory
Αχιλλεας Αναστασοπουλος•Αλκοολη
Ο θρασύς σαραντάρης τράβηξε χειρόφρενο και κατέβηκε. Άφησε το αυτοκίνητο στην μέση του δρόμου, με εκείνον ξαφνιασμένο στο δεξί κάθισμα. Κοιτώντας παγωμένα ο Κίμωνας πέρασε στη θέση του οδηγού και έμεινε να παρακολουθεί από το ανοιχτό παράθυρο. Παρατήρησε τον κοντούλη περιποιημένο πρώην προϊστάμενο του, με την καράφλα και τη μικρή κοιλίτσα του. Πως σκατά βρέθηκε εδώ μαζί του; Είχε χρόνια να μάθει νέα του. Το μίγμα υπακοής, υπομονής και λύπησης που ένιωθε γι αυτόν πάντως ήταν φρεσκότατο, ίδιο κι απαράλλακτο. Δεν μπορούσε παρόλα αυτά να κρύψει μια μικρή δόση θαυμασμού για το επιτηδευμένα καλοντυμένο ανθρωπάκι που πλησίαζε την 25χρονη κοπέλα και της μίλαγε χωρίς καμία ντροπή. Το μελαχρινό τσουλί με το φούξια μίνι φόρεμα, καθόταν σταυροπόδι στο τελευταίο τραπέζι ενός μικρού μπαρ που είχε «απλωθεί» και στο πεζοδρόμιο του ανηφορικού παγκρατιώτικου στενού. Ήταν από αυτές τις γκόμενες που, παρότι ωραίες, είναι λίγο πιο κραυγαλέες από ότι αρέσει στην πλειοψηφία των αντρών, με αποτέλεσμα να μαγνητίζουν απλά τους άξεστους νάρκισσους, που είτε δεν έχουν καμία συναίσθηση, είτε δεν τους ενδιαφέρει. Δίπλα της καθόταν ένας νεαρός, αδύνατος μα γεροδεμένος, όχι πάνω από 25 χρονών. Φλέβες πετούσαν από το δέρμα του και ένα προκλητικό τσουλούφι μαλλιών ισορροπούσε πότε δω και πότε εκεί στο εμπρός μέρος του κεφαλιού του.
Ο Κίμωνας τον αναγνώρισε κι αυτόν, ήταν ένα από τα παιδιά που εργάζονταν στο μαγαζί κάτω από το σπίτι του. Έκανε να κατέβει από το αυτοκίνητο. Ο Αντρέας, ο πρώην συνεργάτης του, τον κοίταξε απότομα και του είπε υποτιμητικά «Ούτε να το διανοηθείς». Μαζεύτηκε. Έστρεψε το κεφάλι προς τον «πιτσιρικά» με εμφανή διάθεση να ξεσπάσει κάπου. Καθόταν μεν με τη γκόμενα, αλλά κοίταζε αλλού και ανακάτευε ελαφρώς αδελφίστικα με το καλαμάκι ένα ποτό που κρατούσε στο χέρι του. «Εσύ τι γυρεύεις εδώ;» του είπε περιπαικτικά, για να λάβει πληρωμένη, μα αναπάντεχα επιθετική απάντηση από τον νεαρό «Περιμένω τη μάνα σου, να μου πάρει καμιά πίπα». Είπαμε, οικειότητα, αλλά όχι κι έτσι, σκέφτηκε μέσα του ο Κίμων και βγήκε εκνευρισμένος από το αμάξι. Άρπαξε τον τύπο από τον γιακά, τον ανασήκωσε λίγο από την καρέκλα και του φώναξε ότι παραγνωριστήκανε. Αυτός δεν έδειξε να πτοείται ιδιαίτερα. Του τράβηξε και μια και δυο μπούφλες, σταμάτησε και απαίτησε να του ζητήσει συγγνώμη, για να εισπράξει ένα ακόμα προκλητικό σχόλιο. Έπεσαν μερικές ψιλές ακόμα, ο νεαρός απείλησε να χοντρύνει τον καυγά σηκώνοντας το πόδι του και ο Κίμωνας του απάντησε πως ο ό,τι και να κάνει, δουλεύει κάτω από το σπίτι του, θα είναι κάθε μέρα εκεί και θα παίζουν σφαλιάρες.
What’s the story? Morning glory
Άνοιξε τα μάτια του ενοχλημένος. Με το σεντόνι τυλιγμένο γύρω του και το μούτρο του ανάμεσα σε δύο μαξιλάρια. Είχε άλλο ένα αγκαλιά και ένα για να ακουμπάει τα πόδια του. Το δεξί χέρι του ήταν μουδιασμένο. Προσπάθησε φιλότιμα να μην ξυπνήσει μα ο εκνευρισμός του δεν τον άφησε. Έμεινε για λίγο με τα μάτια κλειστά και έριξε μερικές κατάρες για το στραβό του ξύπνημα. Υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι όταν κατέβει κάτω σήμερα, θα φρόντιζε να ρίξει ένα πολύ άγριο βλέμμα στον πιτσιρικά, αντί να του πει καλημέρα. Μουρμούρισε μάλιστα και μερικές χριστοπαναγίες για να τον βάλει νοερά στη θέση του. Ύστερα, όταν άρχισε να σκέφτεται πιο ψύχραιμα και να συνειδητοποιεί ότι έχει ξυπνήσει, έκανε μια μικρή ανάλυση του σκηνικού με τον καυγά. Του είχε κάνει εντύπωση ότι σε αυτό το όνειρο, τα χτυπήματά του είχαν αποτελέσματα. Διότι στον ύπνο του καυγάδιζε συχνά, αλλά την κρίσιμη στιγμή οι μπουνιές του δεν έκαναν καμιά ζημιά. Ακόμα κι όταν είχε όλο το δίκιο με το μέρος του.
Είχε σουρθεί ως το μπάνιο. Κοίταξε το πρησμένο από τον ύπνο μούτρο του και τα κομμένα από την αϋπνία μάτια του στον καθρέφτη. Προσπάθησε μάταια να τιθασεύσει το σηκωμένο πουλί του για να στοχεύσει τη λεκάνη, αλλά δεν είχε κουράγιο να αναθεματίσει κι άλλο. Το αγγλικό “morning glory” είναι πολύ καλύτερο από το νεοελληνικό «κατουρόκαβλες» σκέφτηκε, καθώς έσκυβε να μαζέψει τα πιτσιλίματα.
Ξανασούρθηκε μέχρι την κουζίνα και άναψε την εσπρεσιέρα να ζεσταθεί, προτού βρεθεί πάλι ξάπλα στον καναπέ για να ανακτήσει δυνάμεις. Άνοιξε το κινητό του. Ήταν μια από τις πιο κρίσιμες στιγμές της ημέρας. Ανάλογα με το τι email θα έβλεπε στους δυο λογαριασμούς του, μπορούσε να του φτιάξει ή να του χαλάσει η μέρα. Είχε καμιά εικοσιπενταριά spam και μερικά μηνύματα για δουλειές, αλλά τίποτα το πολύ ενδιαφέρον. Τίποτα συνταρακτικό δεν είχε προκύψει και τίποτα δεν είχε πάει στραβά. Ένιωσε μια μικρή απογοήτευση γι αυτό, αλλά αμέσως αποφάσισε να κάνει τον αδιάφορο. Ένα πράγμα είναι να συνειδητοποιείς τις μέχρι πρότινος ασύνειδες λειτουργίες του μυαλού σου και άλλο να τις ομολογείς.
Πήγε να φτιάξει τον καφέ του. Δίπλα στην καφετιέρα ήταν αραδιασμένα τα ποτά του σπιτιού. Το χτεσινό μπουκάλι με το 12άρι είχε ακόμα λίγο βαθύχρυσο θησαυρό στον πάτο του. Μπήκε στον πειρασμό. Γύρισε το κεφάλι από την άλλη με αποστροφή. Πάτησε το κουμπί και περίμενε υπομονετικά, κοιτώντας το καϊμάκι που σχηματιζόταν, παχύ και ομοιόμορφο, με δυο βουλίτσες από τις σταγόνες του καφέ σαν λακουβάκια σε καλοσχηματισμένη γυμνή γυναικεία πλάτη. Έκλεισε τη μηχανή, πήρε στα χέρια του το μικρό λευκό ποτήρι μα δεν έφυγε από την κουζίνα. Στάθηκε εκεί, γερμένος στον πάγκο, και πήρε μια βαθιά μυρωδιά καφεΐνης. Συνήθως αυτό αρκούσε για να του φτιάξει τη διάθεση. Σήμερα όχι. Έριξε μια κλεφτή ματιά στο ουίσκι. Έσκυψε, άνοιξε το ντουλάπι, έπιασε ένα από τα βαριά ποικιλοστόλιστα ποτήρια και άδειασε μέσα το μπουκάλι. Η σημερινή του μέρα, δεν ξεκίνησε ποτέ.