Ο Αλέξανδρος Σουρμπάτης έκλεισε εισιτήριο χωρίς επιστροφή για Γερμανία
Alexandra Barstalker•Adventures of the Barstalker
Αυτό το άρθρο είναι διαθέσιμο επίσης στα: Αγγλικα
Είχα μία άκρως ενδιαφέρουσα κουβέντα με έναν από τους αγαπημένους μου μπαρτέντερ, τον Αλέξανδρο, στην πόλη που πλέον τον φιλοξενεί. Ο Αλέξανδρος Σουρμπάτης έχει δημιουργήσει ουκ ολίγα νέα bar concept, έχει εργαστεί σε γνωστά μπαρ ως μπαρ μάνατζερ και έχει επηρεάσει όσο λίγοι την ελληνική σκηνή του μπαρ. Θεωρείται πλέον έμπειρος και άρτια εκπαιδευμένος. Είναι απόφοιτος του προγράμματος BAR 5-Day™ στη Νέα Υόρκη και είναι κάτοχος του διπλώματος BAR®.
Ο Αλέξανδρος Σουρμπάτης περιγράφει τον εαυτό του ως whisky addict και rum lover, αγαπάει τα κοκτέιλ αλλά είναι και ένας αληθινός pain in the ass μάνατζερ. Μετά το σχολείο, σπούδασε μηχανική ηλεκτρολογία και πληροφορική αλλά όπως απεδείχθη, δεν του άρεσε και πολύ. Όσο σπούδαζε, πάντα εργαζόταν ως μπαρτέντερ. «Μετά το σχολείο, ήθελα πάντα να παίζω με τα σέικερ, και έκτοτε δεν σταμάτησα ποτέ», μου είπε ο Αλέξανδρος.
Ο Αλέξανδρος Σουρμπάτης γεννήθηκε το 1984 και είναι παντρεμένος με δύο υπέροχες κόρες. Πέρασε έξι χρόνια στα Χανιά, ένα χρόνο στη Γλυφάδα, ένα χρόνο στο μπαρ Shepheard της Κολωνίας, πίσω στη Θεσσαλονίκη και το La Doze για δυόμιση χρόνια, δύο χρόνια στο Vogatsikou 3, πέρασε ως μάνατζερ από το Spinte και άνοιξε το B.A.R. Lab, επιστροφή στην Αθήνα για να εργαστεί ως επικεφαλής μπαρτέντερ στο μπαρ Mary Pickford και πλέον στο Hunky Dory της Φρανκφούρτης.
Πως μπόρεσες να αφήσεις την ηλιόλουστη Ελλάδα; Και γιατί διάλεξες τη Φρανκφούρτη;
«Καταρχάς, ήθελα να προσφέρω στα παιδιά μου περισσότερες ευκαιρίες για το μέλλον τους, δεν ήθελα να μεγαλώσουν στην Ελλάδα. Η σύζυγος μου γεννήθηκε στη Φρανκφούρτη και έχει ακόμα συγγενείς εδώ, οπότε η επιλογή δεν ήταν δύσκολη. Η Φρανκφούρτη επωφελείται από μια μοναδική γεωγραφική θέση, πολύ κοντά σε Γαλλία, Ελβετία και Αυστρία, ενώ συνδέεται με τον υπόλοιπο κόσμο μέσω του διεθνούς αεροδρομίου της. Το καλό είναι πως μιλώ την Γερμανική γλώσσα, αφού έλαβα την εκπαίδευση μου σε γερμανικό σχολείο στην Ελλάδα. Προς το παρόν είμαι σε αναζήτηση διαμερίσματος και περιμένω την μετακόμιση της οικογένειας μου στο επόμενο εξάμηνο. Μέχρι τότε, προσπαθώ να περνώ όσο περισσότερο χρόνο μπορώ μαζί της στη Θεσσαλονίκη.
Μεταξύ μας, πιστεύω πως η Φρανκφούρτη είναι η αληθινή πρωτεύουσα της Γερμανίας στο μπαρ. Διαθέτει ένα τεράστιο εύρος από bar concept, ενώ το επίπεδο των ποτών είναι πολύ υψηλό. Πολλοί διεθνείς επισκέπτες που έχουν συνηθίσει από το υψηλό επίπεδο της Νέας Υόρκης, του Λονδίνου και του Παρισιού, έρχονται στην Φρανκφούρτη. Είναι μια συναρπαστική και γεμάτη προκλήσεις πόλη και ο κόσμος έχει αρκετά χρήματα να ξοδέψει στο φαγητό και στο ποτό του.»
Υπήρξε κόσμος που προσπάθησε να σε κερδίσει για να εργαστείς στο μπαρ τους. Γιατί επέλεξες το Hunky Dory;
«Το Hunky Dory είναι ένα μπαρ που θα περάσεις καλά. Είναι ένα σοβαρό μπαρ στο οποίο όμως θα αισθανθείς φιλόξενα, άνετα και θα μπορέσεις να χαλαρώσεις από την καθημερινότητα σου. Το Hunky Dory είναι ένα ανεξάρτητο μπαρ όπου κάθε μέλος του μπορεί να συμμετάσχει. Επίσης, η τάση που τα μπαρ εκπαιδεύουν τους καλεσμένους τους δεν πιστεύω πως είναι πάντα ο κατάλληλος τρόπος για να καταλάβει την ουσία του πίνειν. Ο Αρμίν (Armin Azadpour – ιδιοκτήτης του Hunky Dory) επενδύει στους ανθρώπους και όχι στα αντικείμενα.»
Ο Αζαντπούρ επέλεξε τον Αλέξανδρο κυρίως για την αυτοπεποίθηση προς την τέχνη του. Η καρδιά του χτυπά για τα κοκτέιλ και ουίσκι κυλά μέσα από τις φλέβες του. Εγώ προσωπικά έχω εργαστεί δύο φορές με τον Αλέξανδρο πίσω από το μπαρ και μπορώ να σας βεβαιώσω πως είναι μια μηχανή και πως η ενέργεια του είναι ατελείωτη. Έχει ως αποστολή να σερβίρει τους καλεσμένους του και να τους κάνει ευτυχισμένους, αφήνοντας τους με ένα χαμόγελο, έτσι απλά.
Ο Αρμίν Αζαντπούρ και ο Αλέξανδρος Σουρμπάτης συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον τέλεια: ένας τέλειος οικοδεσπότης και ένας εξαιρετικός μπαρτέντερ. Ο Αρμίν έχει φροντίσει για να δημιουργήσει μια εξαιρετική σκηνή για τον Αλέξανδρο, ενώ μετά τον πρώτο χρόνο στο Hunky Dory, αισθάνεται πως ήρθε η ώρα της ομάδας του για το επόμενο βήμα, αντί να επαναπαυθεί στις δάφνες του. Μία ικανοποιημένη ομάδα με κίνητρο, είναι απαραίτητη για την επιτυχία. Άλλωστε, ένα μπαρ είναι τόσο επιτυχημένο όσο και η ομάδα του.
Ποιες είναι οι προσωπικές σου προτιμήσεις στο ποτό; Περίγραψε τον εαυτό σου ως ένα κοκτέιλ.
«Δυνατό και χωρίς πάγο, πικρό και γλυκό, όπως ένα Μανχάταν.» Θα συμφωνήσω απόλυτα. Στον Αλέξανδρο αρέσουν τα κλασικά κοκτέιλ και το Μανχάταν είναι ένα αληθινό κλασικό, με μεγάλη ιστορία που δε θα ξεχαστεί ποτέ.
«Γενικά μου αρέσει κάθε παλαιωμένο απόσταγμα, ιδιαιτέρως το ουίσκι. Το αγαπημένο μου ποτό μετά τη δουλειά είναι το Scotch & Soda. Είναι ένα κλασικό Highball με ιστορία από το 1800. Δυστυχώς οι περισσότεροι μπαρτέντερ δεν δίνουν τη δέουσα προσοχή στις αναλογίες, θεωρώντας το πολύ εύκολο, αφού έχει μόνο δύο υλικά. Τα Highball είναι της μόδας τελευταία κι έτσι το Scotch & Soda μπορεί να γίνει ξανά σπουδαίο και τρανό. Αφήστε τον ουρανίσκο σας να αποφασίσει και δοκιμάστε ένα Monkey Shoulder με σόδα. Και μην ξεχάσετε τη φλούδα λεμονιού, απαραίτητο συστατικό του ποτού.»
Ανακατεμένο ή χτυπημένο;
«Προτιμώ να ανακατεύω τα ποτά μου γιατί το να τα ισορροπήσεις είναι μια άκρως απαιτητική και δύσκολη διαδικασία. Πρέπει να είσαι πολύ ακριβής σχετικά με το πόσο υγρός είναι ο πάγος σου και πόσο μεγάλος, πόση ώρα ανακατεύεις, τι σκεύος χρησιμοποιείς, κοκ. Το ανακάτεμα είναι τέχνη, το χτύπημα στο σέικερ είναι απλά προσπάθεια.»
Υπάρχει διαφορά μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών καλεσμένων;
«Ειλικρινά, δεν βρίσκω κάποια ουσιαστική διαφορά. Οι περισσότεροι καλεσμένοι μας είναι από όλο τον κόσμο, παρόλα αυτά, έχω παρατηρήσει πως οι Γερμανοί προσέχουν περισσότερο το μενού των ποτών και συνήθως παραγγέλνουν κάτι από εκεί. Στην Ελλάδα οι περισσότεροι δεν το κάνουν αυτό και παραγγέλνουν «κάτι με τάδε».
Και πως αναλύεις τις προτιμήσεις τους και κάνεις τις αντίστοιχες προτάσεις;
«Τους ρωτώ για το ποτό που παραγγέλνουν συνήθως και μετά χτίζω κάτι γύρω από αυτό.»
Ποια είναι η πιο μοναδική εμπειρία που είχες με πελάτη;
«Μια φορά κι έναν καιρό εργαζόμουν στη Χαλκιδική και μια κυρία πλησίασε στο μπαρ και μου παρήγγειλε ένα Negroni. Ήταν σε ένα καλοκαιρινό μπαρ, μια καυτή νύχτα 35 βαθμών Κελσίου. Η παραγγελία της ήταν κάτι μάλλον ασυνήθιστο για την εποχή και τις συνθήκες. Μετά από λίγο παρήγγειλε κι ένα δεύτερο, κι εγώ εξεπλάγην. Με την παραγγελία του τρίτου της Negroni εντυπωσιάστηκα! Μετά τη βάρδια μου, πήγα μαζί με φίλους για ποτό σε ένα κλαμπ, όπου την συνάντησα ξανά να πίνει μπίρα μαζί με σφηνάκι στο πλάι. Και, μάντεψε, αυτή η γυναίκα είναι η σημερινή μου σύζυγος!»