Άκης Σακελλαρίου: Ένα καλό ποτό με «ξεκλειδώνει» σε δημιουργικό επίπεδο
Guest•Guests
Ο πολυσχιδής ηθοποιός σε μια συζήτηση γύρω από το ποτό.
της Ευθυμίας Γιώσα*
Σε συνέντευξη που έδωσε ο κριτικός οίνου των New York Times, Eric Asimov, στον Οινοχόο πριν από περίπου έναν χρόνο, είπε σχετικά με τον ρόλο του: «Νομίζω ότι […] είναι να εμπνεύσω την περιέργεια των ανθρώπων για το κρασί, να τους κάνω να θέλουν να εξερευνήσουν όλα τα κρασιά που είναι διαθέσιμα σήμερα και να αποφασίσουν μόνοι τους τι τους αρέσει και τι δεν τους αρέσει». Θέτοντας ερωτήσεις γύρω από το ποτό σ’ έναν άνθρωπο που δεν έχει σχέση, τουλάχιστον επαγγελματικής φύσης, με αυτό, σκέφτομαι ότι ο Asimov έχει εκφράσει εύστοχα και τον δικό μου σκοπό – αν και δε με ενδιαφέρει τόσο η ποσότητα των ετικετών και τον δοκιμών, όσο η εμπειρία της δοκιμής και τα συμπαρομαρτούντα που εκείνη φέρει. Κάτι που εσείς ακόμη αγνοείτε, αλλά θα το μάθετε εντός ολίγου, είναι ότι προλογίζω τη συζήτηση με τον Άκη Σακελλαρίου κάνοντας επίκληση σε έναν κριτικό οίνου, ενώ ο συνεντευξιαζόμενος δε δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στο κρασί. «Δεν πίνω τόσο πολύ γιατί με νυστάζει –ιδίως το κόκκινο–, με αποτέλεσμα να μην είμαι τόσο επικοινωνιακός», λέει ο Άκης Σακελλαρίου.
Ο Άκης Σακελλαρίου εξομολογείται
Μπορεί πλέον να μην πολυπίνει κρασί, αλλά το πρώτο οινοπνευματώδες που δοκίμασε στη ζωή του ήταν η μαυροδάφνη. «Ήμουν στην Α’ Λυκείου και πήγα από τη Θεσσαλονίκη σε ένα χωριό στη Χαλκιδική, τη Γερακινή, να συναντήσω δυο φίλους μου. Τότε ήταν της μόδας οι παραλίες κι οι φωτιές. Καθόμασταν, λοιπόν, στην παραλία, παίζαμε κιθάρες, είχαμε και κορίτσια εκείνο τον καιρό και, όπως καταλαβαίνεις, θέλαμε να δείξουμε κι εμείς ότι αντέχουμε. Είχαμε πάρει ένα μπουκάλι μαυροδάφνη, που είναι ιδιαίτερο ποτό, και, άβγαλτοι όπως ήμασταν, το ήπιαμε όλο! Μέσα σε μια ώρα, δεν ξέραμε πού πάν’ τα τέσσερα! Ευτυχώς δεν οδηγούσαμε τότε! Ήταν πάρα πολύ ωραίο, αλλά δεν το έχω ξαναβάλει στο στόμα μου από εκείνη τη μέρα, ούτε κανείς άλλος από την παρέα». Κι αν βρισκόταν σήμερα σε μια παραλία; «Καταρχάς, δεν πίνω όταν έχω δουλειά. Συνεπώς, εφόσον δεν έχω καμία ευθύνη αργότερα, υπάρχει κι ένα εύρος χρόνου, και βρίσκομαι σε μια τέτοια φάση –δηλαδή μεσημεροαπόγευμα, μετά το μπάνιο στη θάλασσα–, πηγαίνοντας στην ταβερνούλα θα προτιμήσω το ούζο, που έχει μια πιο χαλαρή επίδραση σε σχέση με το τσίπουρο, η οποία φεύγει και σχετικά γρήγορα. Θα το πιεις, θα ευθυμήσεις, θα χωνέψεις –γιατί θα συνοδεύεται σίγουρα από μεζέ– και μετά θα είσαι μια χαρά. Θα κλείσεις και τα μάτια σου για λίγο και μετά, αν θέλεις, το παίρνεις ξανά απ’ την αρχή».
Στην καρέκλα δίπλα του έχει ακουμπήσει τα λόγια από την παράσταση για την οποία κάνει πρόβες αυτό τον καιρό. Τον ρωτάω σχετικά και, κουβέντα στην κουβέντα, ο Άκης Σακελλαρίου μου λέει κάτι που έχει παρατηρήσει να συμβαίνει: «Ένα καλό ποτό μπορεί να σου ανοίξει το μυαλό και να σε οδηγήσει σε πράγματα που δε θα μπορούσες αλλιώς να συλλάβεις. Μπορεί να σε “ξεκλειδώσει” σε πολύ δημιουργικό επίπεδο. Οπότε πολλές φορές, το βράδυ, όταν γυρνάω απ’ τη δουλειά και θέλω να συνεχίσω να δουλεύω στη διάρκεια της νύχτας, πίνω ουίσκι. Και προσπαθώ να διαλέγω καλό ουίσκι, γιατί έχει διαφορά». Θυμάται την ταινία Άσπρο πάτο του Τόμας Βίντενμπεργκ η οποία βάζει στο επίκεντρο μια ομάδα καθηγητών που αποφασίζουν να καταναλώνουν σε καθημερινή βάση μια συγκεκριμένη ποσότητα αλκοόλ, ευελπιστώντας να γίνουν οι μέρες τους λιγότερο δυσβάσταχτες και περισσότερο δημιουργικές. «Είναι κάτι το οποίο το σκεφτόμουν κι εγώ. Δηλαδή σκεφτόμουν πώς γίνεται πίνοντας κάτι, μετά να είμαι σε μια συνθήκη παρόμοια με εκείνη στην οποία βρίσκεσαι όταν ξυπνάς, που είσαι μεταξύ συνειδητού και υποσυνείδητου, το μυαλό σου είναι πιο φρέσκο και… σκάνε ιδέες. Αυτό γίνεται σ’ εμένα με το ποτό το βράδυ». Παρεμπιπτόντως, έχει και μια ωραία σύμπτωση να θυμάται με τον Μαντς Μίκελσεν, τον πρωταγωνιστή της ταινίας. Όταν τον Μάιο του περασμένου έτους βρέθηκε στις Κάννες για την ταινία Dodo, τον συνάντησε εκεί. «Το πρωί άκουγα τη μουσική (σ.σ.: αναφέρεται What a life, το οποίο και σιγοτραγουδά) της ταινίας και λίγο μετά, στο φεστιβάλ, βλέπω μπροστά μου τον πρωταγωνιστή!».
Κι ενώ αυτή η συζήτηση γίνεται πίνοντας ο ένας καπουτσίνο και η άλλη πράσινο τσάι, ζητώ να μάθω ποιο είναι το ιδανικό μπαρ για εκείνον: «Αυτό που έχει καλό ρούμι! Το ουίσκι είναι πιο συχνό, είναι πιο εύκολο να βρεις μια ποικιλία από ουίσκι σε μπαρ. Έπειτα, εκείνο στο οποίο έχεις τη δυνατότητα να συζητάς. Με εκνευρίζει όταν πάμε κάπου και πρέπει να φωνάζω για να συνεννοηθούμε. Δε λέω να είναι και τάφος του Ινδού, αλλά μια νορμάλ κατάσταση, να μπορείς να πεις πέντε πράγματα. Υπάρχουν αρκετά τέτοια μπαρ, όχι πάρα πολλά. Να μην ξεχάσω και τα συνοδευτικά. Έχω αλλάξει μπαρ όταν έφερε ως συνοδευτικό ποπ κορν. Άσε που έχουμε σηκωθεί με φίλους να πάμε να αγοράσουμε τα κατάλληλα και έχουμε επιστρέψει για να συνεχίσουμε το ποτό μας». Μεταξύ μας, υπάρχει περίπτωση να τον πετύχετε, για παράδειγμα, στην Ίντριγκα, ή στο Boheme (o πρώην Μπαρμπαγιάννης, που έχει και καλό φαγητό), αμφότερα στα Εξάρχεια.
Όσον αφορά το κεφάλαιο ρούμι, ένα αγαπημένο του είναι «το απλό, το κλασικό, το οποίο το βρίσκεις παντού, το Sailor Jerry». Ως προς τα συνοδευτικά που λέγαμε παραπάνω: «Υπάρχουν εξαιρετικά ρούμια τα οποία αξίζει να τα πίνεις μαζί με ένα κομμάτι σοκολάτα», ενώ εάν έχουμε να κάνουμε με ένα (πολύ) καλό ρούμι, όπως το Zacapa των 24 χρόνων, «δεν μπορείς να πιεις και πολύ, γιατί κοστίζει κάπως ακριβά». Βέβαια, τόσο το ρούμι όσο και το ουίσκι «είναι αρκετά δυνατά ποτά. Ξέρεις ότι θα τα πιεις, θα βρεθείς σ’ έναν κόσμο πιο έντονο συναισθηματικά, αλλά μετά κι αυτό θα σβήσει», γι’ αυτό και «υπάρχει το τζιν με τόνικ, το οποίο καταναλώνεται πιο απαλά και κρατάει πιο πολύ». Εάν βρεθείτε σε μια μπάρα μαζί με τον Άκη Σακελλαρίου μην παραξενευτείτε σε περίπτωση που δείτε να έχει μπροστά του χωριστά το τζιν και το τόνικ: «Βάζω το τζιν και σιγά σιγά το γεμίζω με τόνικ για να το ρυθμίζω όπως θέλω κάθε φορά, δηλαδή αν θα είναι λιγότερο ή περισσότερο έντονο. Επίσης, το τόνικ πρέπει να είναι φρέσκο, να έχει μόλις ανοίξει για να βγάλει αυτή την αψάδα. Γίνεται έτσι ένας συνδυασμός ξεδιψάσματος και σταδιακής ευθυμίας».
Λέμε για την άνθιση που παρουσιάζει ο χώρος των μικρών ζυθοποιείων τα τελευταία χρόνια, μου εξηγεί την ετυμολογία του κοκτέιλ ανακαλώντας στη μνήμη τις μαργαρίτες που επιχείρησε να φτιάξει μια φορά την περίοδο που σπούδαζε στην Αμερική, ενώ σε ένα ταξίδι του στο Μιλάνο, αναζητώντας το καλύτερο negroni στην πόλη, όσο περισσότερα δοκίμαζε, τόσο χειρότερα γινόντουσαν! Σε ένα καθεστώς… συνεχών δοκιμών βρέθηκε πρόσφατα και στο ταξίδι του στην Ιρλανδία, όπου η μπίρα και το ουίσκι είχαν την τιμητική τους. Μεταξύ των Βράχων του Μοχέρ και των αποστακτηρίων, αναρωτιέμαι αν δίνει μεγαλύτερη σημασία στην πρώτη ή στην τελευταία γουλιά. «Στην πρώτη. Η τελευταία είναι αυτό που λέμε το last call, είναι… κάπως. Αλλά η πρώτη, ειδικά αν είναι βράδυ, παίρνεις όλα τα αρώματα και περιμένεις αυτή την κάψα πότε θα σε πιάσει, πότε θα κατεβεί σιγά σιγά και θα φύγει η ένταση».
Ο Άκης Σακελλαρίου προτιμά να είναι φιλοξενούμενος και να τον σερβίρουν, παρά να είναι εκείνος ο οικοδεσπότης (και να σερβίρει), γιατί το δεύτερο απαιτεί έναν εγκεφαλικό μόχθο που θα ήθελε, ει δυνατόν, να τον αποφύγει. Ωστόσο, ανεξαρτήτως της συνθήκης, φαίνεται πως έχει βρει τη σωστή πρόποση: «“Στις καλές στιγμές μας”, δηλαδή στο τώρα. Τώρα είμαστε εδώ και να περνάμε καλά». Αυτό συνηθίζει να εύχεται με τις αγαπημένες του αντροπαρέες.
*Εν αρχή, ήταν Μάιος του 1991 όταν η Ευθυμία Γιώσα γεννήθηκε στα Ιωάννινα. Σπούδασε βιολογία και βιοπληροφορική, προσώρας κυκλοφορούν δύο βιβλία της, ενώ ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να βρει διάφορα κείμενά της στο διαδίκτυο. Λόγω καταγωγής, έχει αδυναμία στο τσίπουρο (και σε ό,τι το θυμίζει), έχει ανοίξει έναν σεβαστό αριθμό μπουκαλιών με κρασί, ενώ ξεκίνησε να πίνει ουίσκι αφότου είδε το «Μερίδιο των αγγέλων».