Αγρότες με ρούμι
Guest•Guests
του Νίκου Αρβανίτη
Καλή η φάση με τα κοκτέιλ, με τις νέες τάσεις του μπαρτέντινγκ, τις τιράντες, τα infused στα ήδη infused, καλές οι γευσιγνωσίες, τα σεμινάρια, τα τουλάχιστον 30 μπίτερς στο μπαρ μας, η μεγάλη και ενημερωμένη κάβα… Ξέρουμε με τι να τα ταιριάξουμε, ξέρουμε να τα πουλήσουμε και να πούμε τα βασικά γευστικά χαρακτηριστικά τους, ξέρουμε, ρε αδερφέ, και την ονομασία προέλευσης τους.
Είμαι όμως, απλά άλλος ένας μπάρμαν, τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο. Δεν είμαι γκουρού και «ειδικός» σε τίποτα και κάθε μέρα καταλαβαίνω πως σε κάτι υστερώ… Από μικρός μου άρεσε να διαβάζω κάτι παραπάνω από την ετικέτα του μπουκαλιού ή απλά την ιστορία του. Ήθελα να μάθω, τη γεωγραφία της περιοχής που παράγεται, την ερωτική απογοήτευση που υπήρχε πίσω από αυτό, μία φιλία, έναν πόνο, την κρυφή συνταγή μιας οικογένειας σε κάποια γωνιά του κόσμου, τη γέννησή του και άλλα πράγματα όχι σημαντικά για λειτουργικούς λόγους την ώρα που είμαστε στο μπαρ. Μία συναισθηματική αναδρομή σε οτιδήποτε συνέβη εκείνα τα χρόνια, κάπου, κάποτε και από κάποιους, μέχρι εντέλει όλη αυτή η ιστορία να γίνει οινόπνευμα και να μπει μέσα σε ένα μπουκάλι.
Το να ξέρω μόνο για ένα μπουκάλι το τρίπτυχο μύτη-γεύση-επίγευση, ώστε να το σερβίρω στο σωστό ποτήρι, στη σωστή θερμοκρασία με το κατάλληλο συνοδευτικό ή να φτιάξω ένα κοκτέιλ που θα αναδεικνύει τα αρώματά του, χωρίς να «καπελώσω» το γευστικό χαρακτήρα και το προφίλ του, είναι σχεδόν το ίδιο με το να δεις τη ταυτότητα ενός ανθρώπου και να νομίζεις ότι ξέρεις τα πάντα για αυτόν. Σκέψου το… Δεν ξέρεις τίποτα. Τίποτα για το παρελθόν του, τίποτα για την προσωπικότητά του.
Είναι γοητευτικό να ξέρεις τα χιλιάδες μίλια που διανύει ένα προϊόν μέχρι να φτάσει στο ποτήρι σου, όλη τη διαδικασία που προηγείται μέχρι να φτάσει στη τελική του μορφή. Αυτό όμως το οποίο με σημάδεψε, είναι η ιστορία του. Μία πολυτάραχη ιστορία δεκάδων χρόνων. Μία ιστορία που είναι άμεσα συνδεδεμένη με το σκληρό πρόσωπο των ανθρώπων, της δουλείας και της εκμετάλλευσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ρούμι λοιπόν. Αγαπημένο ρούμι. Ένα προϊόν που προέρχεται από φρέσκο χυμό ζαχαροκάλαμου και υποπροϊόντα του (μελάσα). Σήμερα θα εστιάσω στη ιστορία των αγροτικών ρουμιών (agricole) που η καταγωγή τους είναι οι γαλλικές αποικίες (French West Indies) σε κάποια από τα νησιά της μακρινής θάλασσας της Καραϊβικής (Martinique, Guadeloupe, Haiti, Marie Galante, St. Barths).
Όλα ξεκίνησαν στη μακρινή και όμορφη Μαρτινίκα. Ένα νησί το οποίο παράγει ανανάδες, μπανάνες, μοναδικά είδη φυτών και λουλουδιών και φυσικά ζαχαροκάλαμο. Στα τέλη του 17ου αιώνα οι ευρωπαϊκές αγορές έπρεπε να προμηθεύονται φτηνότερη ζάχαρη από κεντρική και νότια Αμερική. Άρα λόγω της υψηλής τιμής της ζάχαρης στο νησί, η παραγωγή σταμάτησε. Ακολούθησαν χρόνια ανεργίας, κρίσης και οικονομικής απελπισίας.
Το 1887, ο γιατρός Χόμερ Κλεμάν (πρώην δήμαρχος του νησιού) αγοράζει μία φυτεία 300 στρεμμάτων, το “De Lacou De Francais”. Λίγο αργότερα, το ονόμασε “Clement “. H διορατικότητα του… Ομήρου, να αρχίσει να παράγει ρούμι από φρέσκο χυμό ζαχαροκάλαμου έδωσε νέα ελπίδα στους ανθρώπους της Μαρτινίκας. Οι καλλιεργητές πήραν πίσω τις δουλειές τους και η οικονομία άρχισε σιγά-σιγά να ανθίζει. Ο Χόμερ πλέον θεωρείται πατέρας του Agricole rhum.
Το 1923, μετά το θάνατό του, ο γιος του, Τσαρλς, ανέλαβε την επιχείρηση. Προσπάθησε να εξάγει το ρούμι του και εκτός του νησιού. Η πρώτη μεγάλη αγορά έγινε από τη Γαλλία. Έτσι, το Clement επεκτάθηκε σε πολλά μέρη της Ευρώπης, στη βόρεια και στη νότια Αμερική και φυσικά σε όλα τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας. Το 1987 η εταιρεία αγοράζεται από την οικογένεια Hayot, και μετά από ένα χρόνο το αποστακτήριο μεταφέρεται στο Σιμόν της Μαρτινίκας.
Είναι μαγικό, και ταυτόχρονα σκληρό να ξέρεις πως η δημιουργία των Agricole rhums ήταν ένα μέσο επιβίωσης για ένα ολόκληρο νησί, που προσέφερε τη δυνατότητα οι άνθρωποί να ζουν απλά με αξιοπρέπεια και να έχουν τις δουλειές τους.
Όσο πιο πολύ διαβάζω για την ιστορία αυτού του μαγικού αποστάγματος, τόσο περισσότερο αφουγκράζομαι και την παραμικρή σταγόνα που πέφτει στο ποτήρι μου ή στο σέικερ μου. Τελικά, όσο ανατρέχω στο παρελθόν και σε ιστορίες που διαδραματίστηκαν στην άλλη άκρη του πλανήτη πολλά χρόνια πριν, τόσο «μικρότερος» νοιώθω μπροστά στο μπουκάλι ρούμι που κρατάω στα χέρια μου…