Σκέψεις της μπάρας Vol.03: αγάπη στη μπάρα
Αχιλλεας Αναστασοπουλος•Αλκοολη
Τα όμορφα χειρόγραφα, όμορφα καίγονται» σκέφτηκε διαβάζοντας ένα παλαιότερό του κείμενο, για μια ακόμα παλαιότερη αγάπη και καθώς με το δεξί χέρι πλησίαζε στη μύτη του ένα κοκτέιλ με cognac που του είχε προτείνει ο μπάρμαν και οι μυρωδιές αγκάλιασαν τα ρουθούνια του.
Στο μυαλό του παραμένει περίεργο το πώς αλλάζει ο άνθρωπος και οι συνθήκες, πώς τα πράγματα που σε απασχολούν ολοκληρωτικά κάποια στιγμή μπορεί λίγο καιρό αργότερα να μην υπάρχουν στη ζωή σου παρά μόνο σαν ένα όνομα στο κινητό ή στο Facebook.
Οι γκόμενες είναι σαν τις θεραπείες για τις ασθένειες: αν δοκιμάσεις κάποια και αποτύχει, απαγορεύεται δια νόμου να επιστρέψεις σε αυτή. Ανάθεμα όμως ποιος από εμάς το έχει τηρήσει αυτό…
Αγάπη για τη μπάρα
Δεν έχω κάτσει να γράψω τίποτα ιδιαίτερο για κάποια στιγμή που είμαι με παρέα στο μπαρ. Όταν με φαντάζομαι στο μπαρ, όταν γενικά σκέφτομαι μπαρ, έχω στο νου μου εμένα, καθισμένο στη μπάρα, χωρίς παρέα. Με παρέα το προσωπικό βασικά, το μπάρμαν και τα «παιδιά». Αυτούς δηλαδή με τους οποίους δε «χρειάζεται» να μιλήσω αν δε θέλω.
Στην αρχή έβρισκα αυτή την ελαφριά επικοινωνία που υπάρχει στα βραδινά τα μαγαζιά, ίσως και σε ολόκληρο το χώρο της εστίασης, πολύ επιφανειακή. Στη συνέχεια αποφάσισα όμως ότι είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα άσκηση για τον εγκέφαλο και τις ανθρώπινες σχέσεις, εν γένει.
Πρόκειται για μια «ελαφρότητα» στην επικοινωνία που συνήθιζε να αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι. Αν δεν έχεις κάτι ουσιαστικό να πεις, καλύτερα να μην πεις τίποτα. Μεγαλώνοντας κατάλαβε ότι έχει και αυτό το είδος επικοινωνίας τη χάρη του, εξυπηρετεί ορισμένους ψυχικούς και συναισθηματικούς σκοπούς. Και κατέληξε πλέον, σχεδόν να τον ικανοποιεί. Θυμάται ακόμα άλλωστε πώς ένιωσε όταν άκουσε από την 21χρονη φίλη του ότι «Δε με ενδιαφέρουν πλέον οι ανούσιες επαφές με κανέναν άνθρωπο». Μάστα! Πόσα έχεις να μάθεις ακόμα μικρή μου…
Αγάπη και μίσος
Είναι φορές που αναρωτιέμαι γιατί επιστρέφω σε αυτό το γαμημένο μαγαζί.
Κάθε φορά κάτι εμφανίζεται που θα με «χαλάσει». Μια μπορεί να είναι η τσιγαρίλα, μια η δυνατή μουσική, μια η αργοπορία να πάρω ποτό επειδή έχει δουλειά και κάνουν «σκόντο» σε μένα που με ξέρουν και ξέρουν ότι θα δείξω κατανόηση. Δεν πειράζει, γι αυτό είναι οι φίλοι.
Πιο πολύ απ’ όλα όμως με τσαντίζει όταν μου μιλάνε πολύ χωρίς να θέλω, αλλά και όταν δε μου μιλάνε καθόλου ενώ θέλω. Είμαι λίγο περίεργος, λίγο γκρινιάρης και λίγο ανάποδος μάλλον, σα γάτα.
Συνηθίζει να βρίζει αυτούς που αγαπάει, το κάνει και με τους ανθρώπους… Όλα αυτά που τον ενοχλούν άλλωστε, μπορεί να είναι και ένα σκουπιδάκι στο πάτωμα που δεν έχει μαζευτεί και χαλάει την εικόνα, τα βλέπει και τους δίνει σημασία ακριβώς επειδή αγαπάει το μαγαζί. Άμα δε νοιαζόταν, σα να είναι δικό του, άμα δεν το ένιωθε σαν παιδί του, δε θα καθόταν άλλωστε να χαλιέται για το κάθε τι στραβό.
Αλλά αφού το επισκέπτομαι και το έχω κάνει μέρος της ζωής μου, το αγαπάω. Και αφού το αγαπάω, νοιάζομαι ρε φίλε. Και αφού νοιάζομαι, θέλω να είναι καλά και να γίνεται διαρκώς καλύτερο. Αυτό θα πει πραγματική αγάπη.
Αλλά, για στάσου, τα ίδια κάνω και με τους ανθρώπους. Μου έχει βγει σε καλό; Δε νομίζω… Συνέχεια προσπαθώ να τους προφυλάξω, να τους σώσω από κάτι, να τους δείξω τι είναι «σωστό», τι είναι καλύτερο γι αυτούς. Κι αυτοί δεν ακούνε… Αχάριστοι!
Δεν υπάρχει κανένας λόγος να προσπαθείς τόσο πολύ για τους άλλους, ειδικά άμα δε θέλουν να σε ακούσουν. Αλλά και να θέλουν, μπορεί να μην είναι ακόμα έτοιμοι, να μην μπορούν να σε κατανοήσουν. Αυτά που έχουμε στο κεφάλι μας δεν είναι ντε και καλά αυτονόητα και για τους άλλους, όσο κι αν τους νοιαζόμαστε, όσο κι αν τους αγαπάμε.
Και δε γίνεται να τους τα δείχνουμε όλα, ούτε να τους προλαβαίνουμε, ούτε να τους τα εξηγούμε. Πρέπει να μπορούν να μάθουν μόνοι τους. Άμα δεν μπορούν και εμάς δε μας αρέσει, αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Δεν με χωράει πάντως ο τόπος εδώ. Εκνευρίστηκα. Έλα μωρέ, το ξέρω ότι πάλι θα ξανάρθω, αν όχι αύριο, μεθαύριο.
«Γιάννη, πες μου τι χρωστάω να φύγω»…