Μια βραδιά αγκαλιά με το Bacardi
Αχιλλεας Αναστασοπουλος•Αλκοολη
Ήμουν προχτές –που λέει ο λόγος- προσκεκλημένος στο Bacardi Legacy 2014, τον διαγωνισμό που οργάνωσε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το ομώνυμο ρούμι και που ο Γιάννης ο Σουί ο Τζένερις ο Κοροβέσης μου παρουσίασε ως κάτι πολύ σημαντικό. Ήταν βέβαια κριτής του διαγωνισμού οπότε μάλλον λογικό… Η αλήθεια βέβαια είναι ότι και πέρα από την πλάκα, κι εμένα σημαντική μου φάνηκε η εκδήλωση, που απ’ ότι έμαθα θα οδηγήσει τον Στέλιο Παπαδόπουλο στον παγκόσμιο τελικό του Bacardi Legacy. Καθόλου άσχημα…
Φυσικά εγώ ένιωθα σαν ψάρι όξω απ’ το νερό. Κατ’ αρχήν δεν είμαι για πολύ κυριλάδα. Μπορεί η πρόσκληση να έγραφε πάνω «Casual Sport» αλλά και μόνο που υπάρχει dress code εμένα με πιάνει το αντιδραστικό μου. Όπως για παράδειγμα δεν πατάω από πεποίθηση σε μαγαζιά που έχουν πόρτα. Τι λε ρε μεγάλε που «θα κόψεις» τη φάτσα μου, μη σώσω και μπω ποτέ στο τσαρδί σου. Φυσικά καταλαβαίνω τι πάει να πει «Πας κάπου για δουλειά» όπως αντιλαμβάνομαι πλήρως τι οφείλει να κάνει ένας άνθρωπος σε μια κοινωνική εκδήλωση. Οπότε, έβαλα τα ρουχαλάκια μου τα «καλά», πουκάμισο για μένα σημαίνει ότι έχω βάλει τα καλά μου, το φίνο άρωμά μου, έφτιαξα και το μαλλί και έσκασα μύτη που λέγαμε στο γυμνάσιο.
Όχι ότι δεν είμαι κοινωνικός (όταν νιώσω άνετα ξεπερνάω μάλλον τα όρια) αλλά ντάξει, ο πολύς άγνωστος κόσμος δεν είναι το φόρτε μου. Ούτε ο πολύς γνωστός κόσμος. Ούτε ο πολύς κόσμος. Ούτε ο κόσμος. Τέλος πάντων… Στην εκδήλωση ήταν βέβαια όλη η καλή ποτοκοινωνία, εκτός βέβαια από αυτούς που δούλευαν και κανείς δεν μπορεί να τους ψέξει για την απουσία τους. Άρχισα να μιλάω με πέντε-έξι γνωστούς, χαιρέτησα άλλους 50 και θεώρησα ότι δεν θα ήταν σώφρων να βρω διέξοδο για την αμηχανία μου στο αλκοόλ, οπότε έκανα κράτει και απλά παρατηρούσα. Είναι ένα από τα χόμπι μου, συνήθως δε συνοδεύεται από σχολιασμό. Τον Θοδωρή, που είχε την ατυχία να κάτσει κοντά μου, το πρώτο πράγμα που τον ρώτησα ήταν αν είχε συγγενείς ή φίλους στο χώρο. Να ξέρω, μη σχολιάσω κανέναν δικό του.
Αυτή τη φάση που και καλά παίζει στο Λονδίνο, που είναι όλοι χαλαροί και κανείς δεν ασχολείται με κανέναν, ακόμα κι αν βγει στο δρόμο με τρύπιο σώβρακο, ναι μεν τη θαυμάζω, αλλά δεν την ενστερνίζομαι. Δεν βρίσκω κανένα λόγο γιατί να μην κοροϊδέψω την όποια μαλακία πει ή κάνει ή φορέσει ο διπλανός. Και φυσικά θεωρώ και περιμένω ότι ίσως κάνουν κι αυτοί το ίδιο για μένα. Και όχι, δεν μου αρέσει όταν το κάνουν, και όχι, δεν περνάω καλά και ναι, φυσικά και τσαντίζομαι. Αυτά τα υπεράνω, τάχα μου δήθεν, και τα λοιπά «γυρνάω και τα’ άλλο μάγουλο» είναι παπαριές. Αυτά τα κάνεις σιωπηλά μόνο εκεί που αξίζει να μείνεις σιωπηλός, ρουφάς το αυγουλάκι σου και σκέπτεσαι που βρίσκεσαι και που πας.
Πίσω όμως στο Bacardi Legacy. Η οργάνωση ήταν άρτια. Φίνα κοριτσόπουλα τριγυρνούσαν και σέρβιραν ποτά που έφτιαχνε ασταμάτητα μια αρμαθιά μπάρμαν. Από αυτούς είχαμε την ευκαιρία και να δοκιμάσουμε τα ποτά που διαγωνίζονταν, αλλά ποιος είμαι ‘γω να κρίνω τα κοκτέλια; Παρόλα αυτά, του Στέλιου μου άρεσε περισσότερο. Αυτό που μου έμεινε όμως ήταν το ότι, όπως έμαθα, οι τρεις άλλοι διαγωνιζόμενοι ήταν από τη Βόρια Ελλάδα. Μόνο ο νικητής Αθηναίος κάτι που φάνηκε και από την υποστήριξη του κοινού. Λογικό θα μου πεις, αφού τον ξέρανε προσωπικά να τον στηρίζουν, αλλά εμένα που μ’ αρέσει να είμαι με τα αουτσάιντερ, με ξένισε. ΜΠΑΟΚ ρε μουνιά! Μετά βέβαια θυμήθηκα τα λόγια ενός Θεσσαλονικιού συνεργάτη μου, που την πρώτη φορά που μιλήσαμε μου χε πει «Καλός είσαι για Αθηναίος» Δεν τα καταλαβαίνω εγώ αυτά να ξέρετε τα πάνω-κάτω. Γελάω με το «κασέρι» που λένε στη Θεσσαλονίκη, όπως γελάω και με το «καλαμάκι» που λέμε στην Αθήνα και αυτό είναι όλο.
Τελικά, μετά από τρία-τέσσερα ποτάκια που «δοκίμασα», και αφού περιμέναμε καμιά ωρίτσα την κριτική επιτροπή να αποφασίσει –έμαθα πως ήταν δύσκολα και οριακά τα πράγματα, αλλά εμένα με νοιάζει ότι περιμέναμε- δώκαμε συγχαρήκια στο νικητή, χαιρετήξαμε τον κόσμο και την κάναμε με ελαφρά. Φυσικά, όλοι κάπου πήγαν να συνεχίσουν το γλέντι. Αλλά για ‘μένα, ήταν πολύ η κυρίλα ‘κείνο το βράδυ. Είχα και πολύ δουλειά. Έπρεπε να φύγω. Ποιον κοροϊδεύω; Φυσικά και είπα ένα παραμύθι για να τη σκαπουλάρω. Φυσικά και πήγαμε στο 7Τζόκερς με ένα φίλο που είχα καιρό να δω. Φυσικά και κάτσαμε και μιλάγαμε για ώρες. Φυσικά και φύγαμε στις τρεις το βράδυ, τύφλα. Αυτό δεν είναι το πραγματικό νόημα ενός μπαρ; Αυτό δεν είναι το πραγματικό νόημα του αλκοόλ;